Ήταν η κορύφωση του δράματος, προψές, στο Κερατσίνι, στα κοιμητήρια…
Μια μικρή πορεία, ολίγον με διαδήλωση βουβή που πήγαινε αργά στο διάδρομο έμοιαζε και ανηφόρησε μέχρι το σταυροδρόμι του αποχαιρετισμού..
Ο Κάργας δεν πολύ ήτανε των μαζικών εκδηλώσεων…
Μοναχά, τότε στην απόπειρα πραξικοπήματος του Μπόλαρη, με το Σπινάρι, γυρίσανε όλη την πόλη, δε θυμάμαι με ποιανού την κούρσα, φωνάζοντας από τον τηλεβόα, να κατέβει ο κόσμος στην πλατεία…
Για την προάσπιση της δημοκρατίας…
Ναι, γι’ αυτήν ήταν ορκισμένος υπερασπιστής…
Και μαζεύτηκαν στην Αγιά Σοφιά χιλιάδες κόσμος
Τον αγαπούσαμε πολύ όσοι τον γνωρίσαμε από κείνα τα χρόνια…
Γι’ αυτό χάρηκα πολύ τη στάση του Ευάγγελου, που στάθηκε εκεί μοναχός, σκεπτικός, με το κεφάλι χαμηλά… Πολλά τον βαρούσανε και οι θύμησες, του τι πιστεύαμε ότι θα ήμασταν και θα κάναμε και το τι γίναμε, μπροστά στο φέρετρο του Κάργα…
Ο Χρυσαφής, ο Κόκας, ο Ερμείδης, ο Σπίνος, η Ζωίτσα με τη Νυμφοδώρα και τη Βέρα… Οι άλλοι πού ήσασταν ρε μυστήριοι; Ήρθε η Μαρία Κωβαίου, εντά, όπως αλληλοαποκαλούνταν τότενες, οι άλλοι οι πολλοί οι φίλοι από τότε τι πάθατε; Κι από κοντά ο Ρεσβάνης, που τον έβλεπα ζωντανά πρώτη μου φορά και ήθελα να τον αγκαλιάσω να τον φιλήσω γιατί κουβαλούσε τόσο αγνή θλίψη για τη φυγή του φίλου μας… Κι από κοντά ο Θόδωρος ο Κρητικός, που κάθε μέρα εάν δε με έλεγε κάτι τις για τον Κάργα στο φβ θα έσκαγε και και και
Κι αυτός ο χαμένος πάλι, είχε μια τρυφερότητα και μιαν ευγένεια, που σε τσάκιζε ενώ ήντουνε κοπρίτης του κερατά…
Άκου ρε τον άτιμο…
Καλά ρε Βαγγέλη, που είναι το βιβλίο που σε δάνεισα, επί τέλους;
Μετά την δεκάτη πέμπτη φορά και αφού είχε πει ότι το δάνεισε με τη σειρά του σε γκόμενα, που γουστάριζε και θα της το ζητούσε πίσω υποτίθεται…
Κοιτά ρε φίλε ατυχία, πέθανε η γκόμενα και ντρέπομαι να πάω στη μάνα της να το ζητήσω…
Δεν δίστασε ούτε δευτερόλεπτο ο άτιμος, να την πεθάνει για να αποφύγει το μαρκάρισμα του Κλήμη… Ούτε καν έφυγε ταξίδι, γιατί κάποτε θα γυρνούσε, και το βιβλίο το είχε σκοτώσει σίγουρα, στον Ξενοφώντα…
Τέτοια και τόσα κι αλλά πολλά θυμηθήκαμε, πίνοντας ένα ποτήρι στη μνήμη του, μετά τον αποχαιρετισμό… Όλοι και από κάτι…
Και ο Πετεφρής, κάθισε μες τη μέση στο μακρύ τραπέζι και πώς να βγει από κει για να πάει για κατούρημα…
Τρία γκαρσόνια τραβούσανε τα τραπέζια, για να ανοίξουν δίοδο διαφυγής για χοντρούς και ανήμπορους, για να πάμε τρέχοντας προς νερού μας…
Και η τέως μνηστή του Πουτζίκογλου, με είπε, ότι εγώ ήμανε ντυμένος έθνικ και όχι λέτσος, όπως ο κολλητός μου…
Και για μένανε έκαναν ρεβεράντζες στο διάβα μου οι σερβιτόροι και οι χόστες, όχι όπως τον άλλονα, που του ζήτησαν και ταυτότητα και να δείξει τις τρύπιες κάλτσες του…Είχαμε και τον Κόκα από κοντά με τη γραβάτα, που του είπανε ότι είναι ωραίος έτσι και φόρεσε δύο ο άτιμος, ο εκ Κατερίνης χωρικός, για να τον πουν ότι είναι ακόμη πιο ωραίος…
Και ο Σπίνος, με το κουστούμι το νεκροθαφτικό, που ο Δαδινόπουλος βάφτισε τον πρώτο του αξάδερφο τον Αυρηλάκη, Αυρήλιο, και ρωτούσαν τη γιαγιά στα Ζερβοχώρια καλέ βάφτισαν το μικρό της Φωτεινής; Ναι μαρή, το βάφτσανε…
Και πώς το είπανε καλέ το μουρό; Εεε, να, το είπαν, τι σι νοιάζ’ ισένα τώρα; Καλέ πώς το είπαν το μουρό; Ε, να, το είπαν, Απρίλη το είπανε, κάτι τέτοιο…
Και μετά ο χώριατος, έκανε παράπονα για το πώς ήταν ψημένος ο σολομός του.. Είχαν και στα Ριζά σολομό…
Και θυμήθηκε που ο Κόκας ήρθε από το Παρίσι τότε και μαζί με τον Κάργα και το Χρυσάφη πήγανε στο σπίτι του νιόπαντρου τότε Σπίνου με τη Λίλη…
Ο Κόκας έφερε μαζί του κι ένα κρασί γαλλικό… Το κοιτάζει ο Χρυσάφης και λέει το περίφημο: «Νομίζω δεν ήταν καλή χρονιά αυτή, ρε συ Κόκα…» Και πετιέται ο Κάργας να το πετάξουμε, ρε αμέσως να το πετάξουμε κι άνοιξε το παράθυρο να το στείλει…
Να τη πετιέται, να τη πετιέται...
Να τη πετιέται από ’ξαρχής…