Σύνδεση συνδρομητών

"Μην αποφύγετε την περίσταση, αλλά εκμεταλλευτείτε την με ευγνωμοσύνη". Η αγόρευση της υπεράσπισης στη δίκη Ρίχτερ

Πέμπτη, 28 Ιανουαρίου 2016 16:25
Ο καθηγητής Χάιντς Ρίχτερ.
Φωτογραφία Αρχείου
Ο καθηγητής Χάιντς Ρίχτερ.

Δημοσιεύουμε παρακάτω τη χθεσινή αγόρευση των δικηγόρων υπερασπίσεων του καθηγητή ιστορίας Χάιντς Ρίχτερ, Αθανάσιου Αναγνωστόπουλου και Κωνσταντίνου Καλλίρη. Η δίκη του καθηγητή, για τις απόψεις που εξέφρασε στο επιστημονικό σύγγραμμά του Η Μάχη της Κρήτης (στα ελληνικά, από τις εκδ. Γκοβόστη), συνεχίζεται στο Πρωτοδικείο Ρεθύμνου.

 

 

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΡΕΘΥΜΝΟΥ

Δικάσιμος της 27ης Ιανουαρίου 2016

ΑΓΟΡΕΥΣΗ ΣΥΝΗΓΟΡΩΝ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΕΩΣ

(για τα πρακτικά κατ’ άρ. 141 παρ. 2 ΚΠΔ)

Αξιότιμε κ. Πρόεδρε,

Η αγόρευσή μας θα αρθρωθεί σύμφωνα με την κατάταξη που ακολουθεί:

Α. Εισαγωγή.

Β. Το άρ. 2 Ν. 927/1979.

          1. Γενικά.

          2. Αναδρομικότητα εφαρμογής.

          3. Η άρνηση και η αποδοκιμασία.

          4. Η κακοβουλία.

          5. Η απόφαση της Βουλής.

          6. Η δυνατότητα υποκίνησης μίσους και ο εξυβριστικός χαρακτήρας.

Γ. Αξιολόγηση των αποδεικτικών μεσων.

          1. Οι μάρτυρες.

          2. Τα έγγραφα.

Δ. Κατακλείδα.

 

Α. Εισαγωγή.

Η προκειμένη δίκη έχει ήδη χαρακτηριστεί ιστορική, και δικαίως. Όχι μόνο πρόκειται για την πρώτη εφαρμογή στην πράξη του νεοπαγούς και καινοφανούς αδικήματος του άρ. 2 Ν. 927/1979, αλλά ήδη έχει καταλάβει την θέση της στην χορεία των σημαντικών δικών που στιγμάτισαν την ελευθερία της έκφρασης στην χώρας μας κατά την τελευταία δεκαπενταετία. Αρχίζοντας από την υπόθεση του Λεξικού Μπαμπινιώτη και περνώντας από το βιβλίο “Μ εις την ν” του Μ. Ανδρουλάκη (1999-2000), πρέπει να μνημονεύσουμε στην συνάφεια αυτή τον πίνακα ζωγραφικής “Aspergesme” στην Έκθεση Outlook (2003), το βιβλίο κόμικ “Η ζωή του Ιησού” (2005), για να καταλήξουμε στους ζωγραφικούς πίνακες του Δ. Καβαλλιεράτου στην γκαλερί “Bernier/Eliades” (2008) και στην “Μάχη της Κρήτης” σήμερα (2015-2016). Θα ήθελα να τονίσω, αξιότιμε κ. Πρόεδρε, ότι σε όλες αυτές τις περιπτώσεις τελικά επικράτησε η προστασία των συνταγματικών δικαιωμάτων των πολιτών και, σε τελευταία ανάλυση, και η κοινή λογική. Υπό αυτήν την έννοια δικαιούμαστε να τρέφουμε εμπιστοσύνη στην ελληνική δικαιοσύνη και γενικότερα στην λειτουργία των θεσμών στην πατρίδα μας. Ωστόσο, και αυτό δεν πρέπει να υποτιμηθεί από το Δικαστήριό Σας, σε παρόμοιες υποθέσεις η διαδικασία συνιστά ήδη ποινή για τον κατηγορούμενο.

Καθόσον αφορά λοιπόν την διαδικασία, ήδη Υμείς, αξιότιμε κ. Πρόεδρε, σχολιάσατε με αρνητικό τρόπο τα της προδικασίας του προκειμένου αδικήματος. Επιτρέψτε μου να επιστήσω την προσοχή Σας, χάριν του φιλέρευνου ιστορικού του μέλλοντος, σε ορισμένα νομικώς αξιοπερίεργα και εισαγγελικώς ασυνήθιστα που στιγματίζουν την παρούσα υπόθεση, ως μη έδει:

Καταρχάς, ο αξιότιμος κ. Εισαγγελεύς που άσκησε την ποινική δίωξη είχε να χειριστεί μια πρωτοφανή υπόθεση. Στοιχειώδης εφεκτικότητα, απορρέουσα από το τεκμήριο αθωότητας που απολαμβάνει κάθε πολίτης, θα επέβαλλε στον κ. Εισαγγελέα να επιδείξει ιδιαίτερη ευαισθησία κατά την δίωξη ενός ιστορικού, ενός συγγραφέως, ενός πανεπιστημιακού, ενός φιλέλληνα. Στοιχειώδης πρόνοια θα επέβαλλε στον κ. Εισαγγελέα, όταν επρόκειτο να πλοηγηθεί στα αχαρτογράφητα ύδατα μιας διάταξης που ήδη επικρινόταν ευρέως ως αντισυνταγματική, να ζητήσει πρώτα και κύρια τις γνώμες ειδικών ιστορικών και νομικών και όχι να παραγεμίσει την δικογραφία με επιμελώς συγκεντρωμένα αποκόμματα του τοπικού Τύπου. Ήταν ασφαλώς εις γνώσιν του κ. Εισαγγελέως ότι ο ιστορικός νομοθέτης του Ν. 4285/2014 δεν αποσκοπούσε στην φίμωση της ιστορικής συζήτησης, αλλ’ ότι ο ανθρωπότυπος του παραβάτη που είχε κατά νου ενσαρκωνόταν από τον αντισημίτη ψευδοϊστορικό και από τον ακροδεξιό κήρυκα μίσους. Δυστυχώς, ο κ. Εισαγγελεύς δεν τα έλαβε υπόψιν του αυτά ούτε έπραξε τίποτε από τα επιβαλλόμενα ένεκεν της φύσεως της υπόθεσης. Αντιθέτως, επιδεικνύοντας υπερβάλλοντα ζήλο και απροσδόκητη σπουδή, κινήθηκε αυτεπαγγέλτως, με βάση κάποια δημοσιεύματα τοπικών εφημερίδων, χωρίς καν την πρόνοια να αναμείνει μια μηνυτήρια αναφορά εις βάρος του κ. Ρίχτερ. Και όχι μόνο αυτό, αλλά αμέσως μετά προέβη στην όλως ασυνήθιστη έκδοση διάταξης περί δημοσιεύσεως των στοιχείων του κ. Ρίχτερ και της ποινικής του δίωξης επί πλημμελήματι (!).

Πολύ φοβούμεθα ότι επιδεικνύοντας την ως άνω διαγωγή ο κ. Εισαγγελεύς, απώλεσε πολλή από την περιωπή του δικαστικού του λειτουργήματος, κατελθών από το υψηλό βάθρο της Εισαγγελίας στο επίπεδο της πολιτικής αγωγής και αναδεικνυόμενος αντίδικος μάλλον του κατηγορουμένου παρά λειτουργός της Θέμιδος. Εξέθεσε ο ίδιος τον εαυτό του στην δικαιολογημένα δριμεία κριτική των νομικών κύκλων της χώρας για την παρούσα υπόθεση, μη εξαιρουμένων των εισαγγελικών βεβαίως. Στην οποία παρούσα υπόθεση, υπενθυμίζουμε, υπάρχει και η ανάρμοστη χροιά της προσωπικής αντιπαράθεσης του κ. Εισαγγελέως με το Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης, για γεγονότα που αφορούν τον κ. Εισαγγελέα προσωπικά και είναι γνωστά στο Δικαστήριό Σας. Γνωρίζουμε όλοι ότι έχουν υποβληθεί πειθαρχικές αναφορές εις βάρος δικαστικών λειτουργών για αιτίες και αφορμές πολύ πιο ασήμαντες της παρούσης. Στην υπεράσπιση αρκεί όμως ο χαρακτηρισμός “όνειδος” που προσήψε στην παρούσα ποινική δίωξη ο σεβαστός μας Καθηγητής και Ακαδημαϊκός κ. Μ. Σταθόπουλος. Νομίζουμε ότι αρκεί.

 

Β. Το άρ. 2 Ν. 927/1979.

          Περνώντας τώρα στην ερμηνεία και εφαρμογή του άρ. 2 Ν. 927/1979, επαγόμεθα τα ακόλουθα:

            1. Γενικά.

Το άρ. 2 Ν. 927/1979, όπως τροποποιήθηκε με τον Ν. 4285/2014, τελεί σε σχέση σαφούς και έντονης έντασης προς το συνταγματικό δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης,όπως αυτή προστατεύεται από το άρ. 14 Συντ. και το άρ. 10 ΕΣΔΑ. Ειδικότερα, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στο Στρασβούργο έχει διακηρύξει με την πάγια νομολογία του από την υπόθεση Handyside κατά Ηνωμένου Βασιλείου (1976) και εξής ότι:

“Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ, η ελευθερία της έκφρασης συνιστά ένα από τα ουσιώδη θεμέλια της δημοκρατικής κοινωνίας και μια από τις βασικές συνθήκες για την πρόοδό της και την αυτοπραγμάτωση κάθε ατόμου. Υποκείμενη στο άρ. 10 παρ. 2 ΕΣΔΑ, εφαρμόζεται όχι μόνο σε «πληροφορίες» ή «ιδέες» που είναι ευπρόσδεκτες ή δεν θεωρούνται προσβλητικές ή θεωρούνται αδιάφορες, αλλά και σε όσες προσβάλλουν, αποτροπιάζουν ή ενοχλούν το κράτος ή οποιοδήποτε τμήμα του πληθυσμού. Το άρ. 10 ΕΣΔΑ δεν προστατεύει μόνο το περιεχόμενο των ιδεών και των πληροφοριών που εκφράζονται, αλλά και την μορφή με την οποία διαδίδονται. Αυτές είναι οι αξιώσεις της πολυφωνίας, της ανοχής και της ευρύτητας πνεύματος, χωρίς τις οποίες δεν υπάρχει δημοκρατική κοινωνία”.

Επιπροσθέτως, είναι απαραίτητο να ληφθεί υπόψιν ότι πολύ πρόσφατα το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου σε Διηυρυμένη Σύνθεση έταμε οριστικά το ζήτημα της άρνησης γενοκτονίας ή εγκλημάτων πολέμου στην περίπυστη απόφαση Perinçek κατά Ελβετίας(Οκτ 2015). Στην απόφαση αυτή, που αφορούσε την άρνηση του χαρακτηρισμού των σφαγών των Αρμενίων ως “γενοκτονίας” από ένα Τούρκο πολιτικό, το ΕΔΔΑ πήρε σαφή θέση υπέρ της ελευθερίας της έκφρασης και κατά της εγκληματοποίησης της άρνησης της γενοκτονίας.

Ειδικότερα, στην παρ. 280 της απόφασης, το δικαστήριο εκθέτει τα κριτήρια που έλαβε υπόψιν του κατά την απόφαση του, τα οποία είναι εφαρμοστέα, τηρουμένων των αναλογιών, και σε κάθε παρόμοια υπόθεση ποινικής δίωξης για το αδίκημα αυτό:

“Αν ληφθούν υπόψιν όλα τα στοιχεία που αναλύθηκαν ανωτέρω, δηλαδή ότι οι δηλώσεις του αιτούντος αφορούσαν ζήτημα δημοσίου ενδιαφέροντος, ότι δεν ισοδυναμούσαν με κάλεσμα μίσους ή μισαλλοδοξίας, ότι τα συμφραζόμενά τους δεν χαρακτηρίζονταν από αυξημένη ένταση ή ιδιαίτερα ιστορικά χαρακτηριστικά στην Ελβετία, ότι οι δηλώσεις του δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι προσέβαλαν την αξιοπρέπεια των μελών της αρμενικής κοινότητας σε βαθμό που να απαιτείται ποινικοδικαϊκή απάντηση από την Ελβετία, ότι δεν υφίσταται υποχρέωση διεθνούς δικαίου για την εγκληματοποίηση παρόμοιων δηλώσεων από την Ελβετία, ότι τα ελβετικά δικαστήρια φαίνεται ότι μέμφθηκαν τον αιτούντα για την έκφραση γνώμης που παρεξέκλινε από την καθιερωμένη άποψη στην Ελβετία και ότι η παρέμβαση πήρε την σοβαρή μορφή της ποινικής καταδίκης, το δικαστήριο συμπεραίνει ότι δεν ήταν αναγκαίο εντός μιας δημοκρατικής κοινωνίας να υποστεί ο αιτών μια ποινική κύρωση, προκειμένου να προστατευθούν τα δικαιώματα της αρμενικής κοινότητας που διακυβεύονται στην παρούσα υπόθεση”.

Αλλά και στην εμβληματική απόφαση Mustafa Erdogan και άλλων κατά Τουρκίας, το ΕΔΔΑ έκανε ιδιαίτερη αναφορά τόσο στα ως άνω κριτήρια, όσο και συγκεκριμένα στην ελευθερία έκφρασης των ακαδημαϊκών και πανεπιστημιακών, με παραπομπή και στην υπόθεση Aksu κατά Τουρκίας (παρ. 40):

 

“Είναι, άρα, συνεπές με τη νομολογία του ΕΔΔΑ να υποβάλλονται σε προσεκτική εξέταση όλοι οι περιορισμοί της ελευθερίας των πανεπιστημιακών/ακαδημαϊκών να διεξάγουν έρευνα και να δημοσιεύουν τα πορίσματά της. […] Αυτή η ελευθερία, όμως, δεν περιορίζεται στην ακαδημαϊκή ή επιστημονική έρευνα, αλλά επεκτείνεται και στην ελευθερία των επιστημόνων/ακαδημαϊκών να εκφράζουν ελεύθερα τις απόψεις τους, ακόμα και όταν αυτές είναι αμφιλεγόμενες ή μη δημοφιλείς, στον τομέα της έρευνας, επαγγελματικής ειδίκευσης και αρμοδιότητάς τους.”

 

Τα ως άνω κριτήρια για την προστασία της ελευθερίας της έκφρασης ειδικώς των πανεπιστημιακών πληροί, όπως ανέλυσε ενώπιόν Σας και η κατ’ εξοχήν αυθεντία επί της νομολογίας του ΕΔΔΑ Καθηγητής Ν. Αλιβιζάτος, πέραν πάσης αμφιβολίας ο κ. Ρίχτερ: είναι ένας πανεπιστημιακός δάσκαλος που δημοσιεύει τα πορίσματα της έρευνάς του και τις απόψεις του επ’ αυτών, στον τομέα της ειδικότητάς του. Ξεκάθαρα, λοιπόν, αξιότιμε κ. Πρόεδρε, η νομολογία του ΕΔΔΑ τάσσεται παγίως και ανεξαίρετα κατά της δίωξης του κατηγορουμένου, τόσο στη βάση της ελευθερίας της έκφρασης γενικώς, όσο και στην βάση της ελευθερίας της επιστημονικής έρευνας και έκφρασης ειδικώς.

Θα πρέπει να παρατηρήσουμε επίσης ότι και ο ίδιος ο νομοθέτης είχε απόλυτη επίγνωση του ολισθηρού εδάφους επί του οποίου κινήθηκε, όπως διαφαίνεται από την Αιτιολογική Έκθεση του νόμου, όπου αναγράφονται τα εξής:

 

“6. Κάθε προσπάθεια ποινικοποίησης των εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας ενέχει τον κίνδυνο προσβολής του ατομικού δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης (βλ. άρθρο 10 της ΕΣΔΑ και άρθρα 14 έως 16 του Συντάγματος), γι' αυτό και το περιεχόμενο των σχετικών ποινικών τυποποιήσεων συναντά τα όριά του στα άρθρα 10 παρ. 2, 14 και 17 της ΕΣΔΑ, στα άρθρα 19 παρ. 2, 3 και 21 του Διεθνούς Συμφώνου του ΟΗΕ για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα και στα άρθρα 5 παρ.1, 2, 16 παρ.1 εδάφιο 2 και 25 παρ. 3 του Συντάγματος. Κατά συνέπεια, πρέπει να αποφεύγεται η ποινική απαξίωση εκδηλώσεων, που θεωρούνται εντελώς απρόσφορες να οδηγήσουν στη θυματοποίηση συγκεκριμένης ομάδας ή προσώπου εξαιτίας των φυσικών και πολιτισμικών χαρακτηριστικών τους. Για τούτο, και σε συμφωνία με το πνεύμα της απόφασης - πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ, κρίνεται σκόπιμο να ερευνάται η προσφορότητα κάθε συγκεκριμένης εκδήλωσης να παραγάγει άμεσο και επικείμενο κίνδυνο τόσο συνολικά για την ειρηνική και ομαλή κοινωνική συμβίωση όσο και ειδικότερα για τα δικαιώματα της ομάδας ή του προσώπου κατά των οποίων στρέφεται... Η ποινική απαξία των συγκεκριμένων συμπεριφορών συνίσταται στην κακόβουλη άρνηση ή ευτελισμό ιστορικών γεγονότων, χωρίς, σε καμία περίπτωση, να επιδιώκεται η απαγόρευση ή ιδεολογική χειραγώγηση της επιστημονικής έρευνας”.  

 

Προκύπτει συνεπώς ότι εκπεφρασμένος σκοπός του νομοθέτη ήταν να μην χρησιμοποιηθεί το επικίνδυνο όπλο του άρ. 2 Ν. 927/1979 κατά της επιστημονικής ιστορικής έρευνας, αλλά, εξ αντιδιαστολής, να περιοριστεί σε περιπτώσεις παραϊστορικής και ψευδοϊστορικής προπαγάνδας. Το γεγονός αυτής της συγκεκριμένης νομοθετικής βούλησης πρέπει να ληφθεί ιδιαιτέρως σοβαρά υπόψιν κατά την ερμηνεία και εφαρμογή της διάταξης.

Στο ίδιο κλίμα δυσπιστίας και περίσκεψης απέναντι στην νεοπαγή ρύθμιση κινείται και η έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής, όπου είναι χαρακτηριστικό ότι σχολιάζεται μόνο το επίμαχο άρ. 2 ως εξής:

 

“Μολονότι τα ατομικά δικαιώματα μπορούν να λειτουργήσουν ως λόγοι άρσης του αδίκου στο πλαίσιο του γενικού λόγου της διαφύλαξης δικαιολογημένου ενδιαφέροντος, θα ήταν σκόπιμο εν προκειμένω, ελλείψει ειδικής ρύθμισης στην ελληνική νομοθεσία, και προς διευκόλυνση της εφαρμογής της προτεινόμενης διάταξης, να εισαχθεί ειδικός λόγος άρσης του αδίκου της περιγραφόμενης συμπεριφοράς, κατά το πρότυπο του άρ. 367 ΠΚ... Σημειωτέον ότι στην αντίστοιχη διάταξη του γερμανικού ΠΚ προβλέπεται ο αποκλεισμός της ειδικής υπόστασης, όταν η συμπεριφορά υπηρετεί την διαφώτιση των πολιτών, την τέχνη, την επιστήμη, την διδασκαλία, την έρευνα ή άλλους παρόμοιους σκοπούς”.

 

Με άλλα λόγια, η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής είχε διαβλέψει τον μεγάλο κίνδυνο που θα διέτρεχαν οι ατομικές ελευθερίες της έκφρασης και της επιστήμης από την νεοπαγή διάταξη και είχε ζητήσει, κατά τρόπο ασυνήθιστο για έκθεσή της, την εισαγωγή ενός ειδικού λόγου άρσεως του αδίκου κατά το πρότυπο του άρ. 367 ΠΚ για την δυσφήμηση.

Επιπλέον, για όλους τους λόγους επικινδυνότητας που αναφέρθηκαν, η νεοπαγής διάταξη είναι ερμηνευτέα σύμφωνα με το Σύνταγμα της χώρας μας, κυρίως δηλαδή σύμφωνα με τις ατομικές ελευθερίες της έκφρασης και της επιστήμης, και πάντα υπό τους περιορισμούς που θέτει στον νομοθέτη και στον εφαρμοστή του δικαίου η αρχή της αναλογικότητας κατ' άρ. 25 Συντ. Ιδιαιτέρως, από τον πολυφωνικό χαρακτήρα της δημοκρατικής κοινωνίας που εγκαθιδρύει ο συντακτικός νομοθέτης συνάγεται ότι δεν υπάρχουν επίσημες ιστορικές αλήθειες. Συνεπώς, μεταξύ των περισσότερων ερμηνευτικών εκδοχών που παρίστανται διαθέσιμες, ο εφαρμοστής του δικαίου πρέπει να επιλέξει εκείνη που διασώζει την νομιμότητα του κρινόμενου ιστορικού έργου, ήτοι την μη πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του άρ. 2 Ν. 927/1979, δεδομένου ότι μόνο έτσι διασφαλίζεται η μέγιστη δυνατή ελευθερία της έκφρασης για τον επιστήμονα ιστορικό. Με άλλα λόγια, κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή της νεοπαγούς διάταξης, πρωτεύει και κυριαρχεί η ανάγκη της διασφαλίσεως όσο το δυνατόν ευρύτερης επιστημονικής ελευθερίας για τον επιστήμονα ιστορικό.

           

Στην παρούσα συνάφεια, δεν περιττεύει να υπενθυμίσουμε την απόφανση της Ολομελείας του Αρείου Πάγου με την υπ' αριθμ. 3/2010 απόφασή της επί της υπόθεσης Πλεύρη, που αφορούσε ζητήματα ερμηνείας του συναφούς άρ. 1 Ν. 927/1979:

 

“Η παραδοχή αντίθετης εκδοχής [δηλ. της καταδικαστικής για τον κατηγορούμενο] θα οδηγούσε σε περιορισμό της ελευθερίας της έκφρασης και της διάδοσης των ιδεών που αποτελεί ένα από τα βασικά θεμέλια μιας δημοκρατικής κοινωνίας και μία από τις βασικές προϋποθέσεις για την πρόοδό της και για κάθε μεμονωμένη προσωπική ολοκλήρωση. Οι απαιτήσεις μιας δημοκρατικής κοινωνίας είναι ο πλουραλισμός και η ανεκτικότητα, στα πλαίσια δε αυτά οι δημοκρατικές κοινωνίες ανέχονται ακόμη και αντιδημοκρατικές αντιλήψεις, οι οποίες μπορούν να εκφρασθούν καθ’ οιονδήποτε τρόπο (προφορικά, με γραπτό κείμενο, διά του τύπου, με συγγραφή βιβλίου κ.ά.)”.

 

Από την ενώπιον Υμών αποδεικτική διαδικασία προέκυψε ότι τον κατηγορούμενο χωρίζει ιδεολογικό χάος από τα έργα του κ. Πλεύρη, όπως αποδεικνύεται από τον όλο βίο και την πολιτεία του. Όταν όμως ο Άρειος Πάγος σε Ολομέλεια αρνείται να περιορίσει την ελευθερία έκφρασης και διάδοσης των στοχασμών ακόμη και ενός ακροδεξιού κατ' επίφασιν ερευνητή, είναι προφανές ότι η παρούσα εις βάρος του κ. Ρίχτερ ποινική δίωξη αντίκειται ευθέως στην νομολογία του ανωτάτου δικαστηρίου μας.

Τέλος, κ. Πρόεδρε, η υπεράσπιση φρονεί ότι το άρ. 2 Ν. 927/1979 πάσχει αντισυνταγματικότητα για έναν ακόμα λόγο: διότι προσβάλλει μία από τις βασικότερες αρχές του πολιτεύματος, ήτοι την διάκριση των εξουσιών κατ’ άρ. 26 του Συντάγματος. Ειδικότερα, η νομοθετική λειτουργία είναι έργο της Βουλής και του Προέδρου της Δημοκρατίας, υπό την προϋπόθεση ότι ασκείται κατά τρόπο επιτρεπτό από το Σύνταγμα. Η εξουσία, συνεπώς, της Βουλής να παράγει κανόνες δικαίου ασκείται καθ’ υπέρβαση των αρμοδιοτήτων της, όταν δεν πληρούνται οι βασικές προϋποθέσεις της ίδιας της φύσης των κανόνων δικαίου, σύμφωνα με τις οποίες οι τελευταίοι πρέπει να είναι γενικοί και αφηρημένοι. Η υπαγωγή αντιθέτως των πραγματικών περιστατικών αποτελεί κατά το Σύνταγμά μας έργο των τακτικών δικαστηρίων και μόνο αυτών. Πράγματι, αν η Βουλή είχε την συντακτική εξουσία να αποφαίνεται επί πραγματικών περιστατικών, το έργο της δικαστικής εξουσίας θα ήταν όλως τυπικό, καθώς η νομοθετική εξουσία θα μπορούσε να “δικάζει” η ίδια δυνάμει νόμων που θα συνιστούσαν, ουσιαστικά, δεσμευτικές και για την Δικαιοσύνη αποφάνσεις επί ζητημάτων αποδεικτικών. Αυτή ακριβώς είναι όμως, κ. Πρόεδρε, η λειτουργία των “αποφάσεων της Βουλής” στο επίμαχο άρθρο. Με τις αποφάσεις αυτές, η Βουλή αποφαίνεται επί πραγματικών περιστατικών, η εκτίμηση των οποίων είναι κρίσιμη για την διακρίβωση της ενοχής των κατηγορουμένων για τις πράξεις που προβλέπονται στον νόμο και, συνεπώς, αποτελεί αποκλειστικό έργο των δικαστηρίων, σύμφωνα με το Σύνταγμα. Κινδυνεύουμε, αξιότιμε κ. Πρόεδρε, να βρεθούμε μπροστά στο αντιδημοκρατικό παράδοξο τα δικαστήρια να καλούνται απλώς να επικυρώσουν την ενοχή ή την αθωότητα των κατηγορουμένων σύμφωνα με το άρ. 2 Ν. 927/1979, ανάλογα με τις κατά καιρούς αποφάσεις της Βουλής περί των πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν το αδίκημα. Πρόκειται για προφανή και κατάφωρη παραβίαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών που πρέπει να λάβει υπόψιν το Δικαστήριό Σας κατά τον έλεγχο συνταγματικότητας της διάταξης.

           

2. Αναδρομικότητα εφαρμογής.

Σύμφωνα με το άρ. 7 παρ. 1 Συντ. “Έγκλημα δεν υπάρχει ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της. Ποτέ δεν επιβάλλεται ποινή βαρύτερη από εκείνη που προβλεπόταν κατά την τέλεση της πράξης”.Σύμφωνα εξάλλου με το 1 ΠΚ “Ποινή δεν επιβάλλεται παρά μόνο για τις πράξεις εκείνες για τις οποίες ο νόμος την είχε ρητά ορίσει πρίν από την τέλεσή τους”.

Στην προκειμένη περίπτωση, το επίμαχο βιβλίο με τίτλο “Η Μάχη της Κρήτης” μεταφράστηκε και κυκλοφόρησε από τις γνωστές και έγκυρες εκδόσεις Γκοβόστη το έτος 2011, πριν δηλαδή από την θέση σε ισχύ του Ν. 4285/2014. Ωστόσο, το ως άνω βιβλίο έχει ήδη από καιρού εξαντληθεί και δεν πωλείται στα βιβλιοπωλεία, δεν υπάρχει δε ούτε στον εκδοτικό οίκο και αυτή την στιγμή είναι εξαφανισμένο από την αγορά. Όλα τα ανωτέρω προκύπτουν δίχως αμφιβολία από την προσκομισθείσα βεβαίωση του εκδοτικού οίκου Γκοβόστη, όπου αναγράφονται επί λέξει τα εξής:

 

“Το βιβλίο αυτό, σύμφωνα με τα στοιχεία που τηρούμε, έχει εμπορικά εξαντληθεί ήδη από τον Δεκέμβριο του 2012, δεδομένου ότι την 31/12/2012 είχαμε στην αποθήκη μας 17 αντίτυπα για αρχειακούς λόγους και έκτοτε ο τίτλος αυτός δεν είναι διαθέσιμος στα βιβλιοπωλεία”.        

          

Από την ως άνω βεβαίωση συνάγεται αδιστάκτως ότι σχεδόν 2 χρόνια πριν την ψήφιση του Ν. 4285/2014 το επίμαχο βιβλίο ήταν ήδη εξαντλημένο. Οι μόνες πράξεις που αφορούν τον κατηγορούμενο, ήτοι η συγγραφή και η παράδοση του βιβλίου στον εκδοτικό οίκο, έλαβαν χώρα πολύ πριν από τον θέση σε ισχύ του Ν. 4285/2014. Κατά συνέπεια, ουδεμία πράξη ή παράλειψη βαρύνει τον κ. Ρίχτερ μετά τις 10 Σεπτεμβρίου 2014, ημεροχρονολογία κατά την οποία τέθηκε σε ισχύ ο Ν. 4285/2014, για δε τις πράξεις που τυχόν τελέστηκαν πριν από την ημεροχρονολογία αυτή δεν επιτρέπεται η αναδρομική εγκαθίδρυση του αξιοποίνου.

Με το ζήτημα αυτό συνάπτεται και η φύση του αδικήματος του άρ. 2 Ν. 927/1979 ως στιγμιαίου ή διαρκούς. Πράγματι, αν το νεοπαγές αδίκημα ήταν διαρκές, θα μπορούσε βάσιμα να υποστηριχθεί ότι ο επιγενόμενος δόλος βλάπτει, ήτοι ότι μπορεί να θεμελιωθεί ποινική ευθύνη του κ. Ρίχτερ για το μετά τις 10 Σεπτεμβρίου 2014 χρονικό διάστημα. Στην περίπτωση αυτή, η προσβολή του όποιου εννόμου αγαθού θα συνεχιζόταν και μετά την ως άνω ημεροχρονολογία, ο δε κατηγορούμενος θα υπείχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση άρσης της προσβολής για όλο το χρονικό διάστημα της κυκλοφορίας του βιβλίου (όπως ακριβώς εκείνος ο οποίος κρατά εγκάθειρκτο το θύμα του υποχρεούται να το απελευθερώσει κάθε χρονική στιγμή της κράτησής του).

Ωστόσο, μια τέτοια ερμηνεία θα ήταν καταφανώς εσφαλμένη. Το έγκλημα του άρ. 2 Ν. 927/1979, όπως άλλωστε και τα περισσότερα εγκλήματα, είναι αναμφίβολα στιγμιαίο, για τον λόγο ότι αφενός μεν δεν προσβάλλει την φυσική ελευθερία του παθόντος ούτε τελείται διά πράξεων κατοχής ούτε είναι έγκλημα παραλείψεως (τυπικές περιπτώσεις και οι τρεις διαρκών εγκλημάτων), αφετέρου δε στο προκείμενο έγκλημα η πράξη της διατήρησης σε κυκλοφορία του επίδικου βιβλίου δεν συνιστά αδιαλείπτως συνεχιζόμενη παράλειψη αποτροπής της προσβολής, αλλ' αντιθέτως η όποια προσβολή έχει τελεστεί ήδη διά μόνης της κυκλοφορίας του επίδικου βιβίου και κατ' εκείνο το χρονικό σημείο. Επειδή όμως ακριβώς πρόκειται για έγκλημα στιγμιαίο, ο δόλος του δράστη δεν επιτρέπεται να κρίνεται επιγενομένως, ήτοι μετά την θέση σε ισχύ του Ν. 4285/2014. Τυχόν εφαρμογή του Ν. 4285/2014 θα συνιστούσε ανεπίτρεπτη αναδρομική εφαρμογή δυσμενέστερου ποινικού νόμου.

           

3. Η άρνηση και η αποδοκιμασία.

Στο επίπεδο τώρα της αντικειμενικής υπόστασης της νεοπαγούς διάταξης, δεν συνιστά “άρνηση” κατά την έννοια του νόμου η αποκάλυψη ιστορικών γεγονότων ή η προβολή σε ένα ευρύτερο κοινό γεγονότων ήδη γνωστών στον ακαδημαϊκό χώρο. Παρομοίως, δεν συνιστά “άρνηση” η αξιολόγηση της προσωπικής γενναιότητας του εχθρού ή η ανίχνευση αιτιωδών σχέσεων εκεί όπου άλλοι βλέπουν μόνο γραμμικότητα ή τυχαιότητα.

Πολλώ δε μάλλον δεν συνιστά “επιδοκιμασία” υπό την έννοια του νόμου η προβολή της αντίθετης άποψης, η κριτική επεξεργασία της κρατούσας άποψης ή η παρουσίαση ενός ιστορικού γεγονότος με όρους διαφορετικούς από το άσπρο-μαύρο.  Επιδοκιμασία συνιστά η ανεπιφύλακτη υπεράσπιση, η ολόψυχη λήψη θέσης υπέρ μιας άποψης και κατά της αντίθετής της, ενώ επιδοκιμάζει εκείνος που επιθυμεί πιο πολύ από το επιδοκιμαζόμενο και όχι πιο λίγο. 

Στην προκειμένη περίπτωση, έχει ήδη καταστεί ηλίου φαεινότερον από την αποδεικτική διαδικασία ότι ο κατηγορούμενος ουδέποτε αρνήθηκε ή επιδοκίμασε τα εγκλήματα πολέμου που διεπράχθησαν εις βάρος του κρητικού λαού κατά την Μάχη της Κρήτης και αμέσως μετά. Οι κατήγοροί του παραβλέπουν τα πολλά σημεία του επίδικου βιβλίου όπου αναφέρεται στα γερμανικά εγκλήματα και απομονώνουν τα πολύ λιγότερα σημεία όπου αναφέρεται στα, μικρότερης οπωσδήποτε έκτασης, αλλά όχι διά τούτο αποσιωπητέα, εγκλήματα των Κρητικών. Ο κ. Ρίχτερ κατ' επανάληψη χρησιμοποιεί την λέξη “βάρβαρος” και “σφαγέας” για την διαγωγή των γερμανικών στρατευμάτων στην Κρήτη, έχει διαπρέψει στην πατρίδα του παρουσιάζοντας με πλήθος δημοσιευμάτων αυτά τα εγκλήματα, είναι δε χαρακτηριστικό ότι δεν βρέθηκε ούτε ένας μάρτυς κατηγορίας να του προσάψει “άρνηση” ή “επιδοκιμασία”, αλλά οι λέξεις που χρησιμοποίησαν ήταν το πολύ “σχετικοποίηση” και “εξισορρόπηση”. Για ένα έμπειρο Δικαστήριο όμως είναι προφανές ότι η “σχετικοποίηση” δεν μπορεί ποτέ να υπαχθεί στην έννοια της “επιδοκιμασίας”, που απαιτείται κατά νόμον.

Ας μας επιτραπούν όμως μερικά σχόλια ακόμη για την περίφημη “σχετικοποίηση”. Ένας τρόπος διά του οποίου ο κ. Ρίχτερ υποτίθεται ότι σχετικοποίησε τα θύματα της Μάχης της Κρήτης και των αντιποίνων της ήταν ότι δεν αναγνωρίζει τον φανταστικό αριθμό των 2.000 εκτελεσθέντων, που διαδίδουν κάποιοι. Χρήσιμος εδώ θα ήταν ο παραλληλισμός με την εμπειρία του πρώτου εξ ημών, που έλκει την καταγωγή του από τα Καλάβρυτα.

Ως γνωστόν, ο άρρην πληθυσμός των Καλαβρύτων δολοφονήθηκε από τους Γερμανούς στις 13 Δεκεμβρίου 1943. Ως αριθμός των εκτελεσθέντων αναφερόταν επί δεκαετίες ο αριθμός των 1300, ο οποίος αναπαράγεται ακόμη και σήμερα σε διάφορα δημοσιεύματα. Σήμερα όμως γνωρίζουμε ότι ο αριθμός αυτός δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Ο αληθής αριθμός είναι περί τους 500 στα ίδια τα Καλάβρυτα και περί τους 200 ακόμη στα διάφορα χωριά της επαρχίας Καλαβρύτων, άρα σύνολο περί τους 700 (με άλλα λόγια λίγο παραπάνω από το μισό του αριθμού που επικρατούσε επί δεκαετίες). Ο αριθμός αυτός αναγράφεται πλέον και στο Μουσείο του Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος στα Καλάβρυτα. Για να διακριβωθεί όμως αυτός ο αριθμός, χρειάστηκε η ιστορική έρευνα του Χ. Μάγιερ, του οποίου το μνημειώδες έργο για το ζήτημα δεν προλόγισε κανείς άλλος, παρά ο ίδιος ο κ. Ρίχτερ. Έτσι ακριβώς εννοεί την ιστορική έρευνα η υπεράσπιση και έτσι την θέλει και ο συντακτικός νομοθέτης: δεν σχετικοποίησε κανένα έγκλημα ο Μάγιερ, που διαλεύκανε άπαξ και διά παντός τον αριθμό των θυμάτων σε 700 αντί για 1300. Ούτε βέβαια και ο κ. Ρίχτερ.

           

4. Η κακοβουλία.

Εξάλλου, η τελούμενη άρνηση ή επιδοκιμασία πρέπει να είναι επιπροσθέτως “κακόβουλη”. Η εισαγωγή του εν λόγω υποκειμενικού στοιχείου του αδίκου από τον νομοθέτη αποσκοπούσε ακριβώς στην εξαίρεση από το πεδίο εφαρμογής της διάταξης των περιπτώσεων εκείνων της επιστημονικής έρευνας που εξ ορισμού δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως κακόβουλη, ήτοι της έρευνας που διενεργείται από πανεπιστημιακούς ανεγνωρισμένου κύρους με επιστημονικά δημοσιεύματα. Δεν είναι καθόλου τυχαίο δηλαδή που ο Έλληνας νομοθέτης προσέθεσε κατά την νομοτεχνική επεξεργασία της διάταξης το στοιχείο αυτό, το οποίο δεν περιλαμβανόταν στην απόφαση πλαισίου, αλλά αποδεικνύει ακριβώς την νομοθετική βούληση εξαιρέσεως των ιστορικών συγγραφέων. Αυτό προκύπτει σαφώς από την αγόρευση του Υπουργού Δικαιοσύνης Χ. Αθανασίου, σύμφωνα με τον οποίο (Πρακτικά Βουλής, Συνεδρίαση ΛΓ΄/05.09.2014, σελ. 2628):

 

“Γιατί το κάναμε αυτό το πράγμα; Το κάναμε για να μην είναι κάθε άρνηση, γιατί αν είναι κάθε άρνηση, τότε μπορούμε να οδηγηθούμε σε αυτό το οποίο φοβάστε, ότι δηλαδή μπορεί να ελεγχθεί ο λόγος, η έκφραση, το διανόημα, ενώ το "κακόβουλο" το στενεύει, το προσδιορίζει, θέλει να δείξει και την πρόθεση, την κακότητα, δηλαδή αυτόν που έχει σκοπό να παρασύρει κάποιον για να κάνει και κακό. Αυτή ήταν η έννοια” .

         

Κακόβουλη μπορεί να χαρακτηριστεί συνεπώς μόνο η παραϊστορική ή ψευδοϊστορική συγγραφή, η οποία χρησιμοποιεί την Ιστορία ως όχημα για την επιδίωξη αλλότριων σκοπών, ιδίως για την διάδοση ψευδών, ιδεολογιών και στρεβλώσεων, με άλλα λόγια προπαγάνδας.

Αντιθέτως, δεν συνιστά κατάχρηση της ιστορικής συγγραφής η διατύπωση διαφορετικών απόψεων ή αξιολογικών κρίσεων, καθώς και η ανάδειξη των γεγονότων από διαφορετική οπτική γωνία κάθε φορά, διότι ο συντακτικός και ο κοινός νομοθέτης έχουν απόλυτη επίγνωση του γεγονότος ότι μόνο μέσα από την ζωηρή, έντονη και διαρκή ανταλλαγή απόψεων στον στίβο των ιδεών μπορεί να προσεγγιστεί η αλήθεια.

Από τεχνικής απόψεως, πρόκειται για ένα υποκειμενικό στοιχείο του αδίκου (ή της ενοχής κατ' άλλους), ήτοι για  μία ιδιότητα της συμπεριφοράς διά της οποίας υποδηλώνεται ότι η τελευταία εκπηγάζει από ιδιαιτέρως επίμεμπτα και ταπεινά κίνητρα, όπως το μίσος, η φιλαργυρία, η χαιρεκακία, ο σαδισμός, ενώ αποκλείονται κίνητρα όπως η αδιαφορία, η αδυναμία, η ψυχρότητα (και προφανώς κατά μείζονα λόγο, η επιστημονική έρευνα). Η κακοβουλία συνιστά στοιχείο το οποίο δηλώνει μια ιδιαίτερα επίμεμπτη στάση του δράστη απέναντι στο δίκαιο και εντάσσεται σε μια απαξιολογική κρίση περί του φρονήματος από το οποίο εκπήγασε η πράξη. Έτσι, η κακοβουλία καλείται να αντισταθμίσει το minus αδίκου που ενυπάρχει στην συμπεριφορά της ψιλής (απλής) αρνήσεως των εγκλημάτων πολέμου ενόψει της συνταγματικά κατοχυρωμένης ελευθερίας της έκφρασης. Κατ' αυτόν τον τρόπο, η έννοια της κακοβουλίας προσλαμβάνει αληθώς ιδιαιτέρως βαρύνουσα σημασία, δεδομένου ότι το συνολικό άδικο της πράξης του άρ. 2 παρίσταται να εκπηγάζει ισομερώς τόσο από την άρνηση ή επιδοκιμασία όσο και από την κακοβουλία αυτής. Με άλλα λόγια, το Δικαστήριο επιβάλλεται να διαγνώσει ιδιαιτέρως επίμεμπτα φρονηματικά στοιχεία στο πρόσωπο του κατηγορουμένου, προκειμένου να μπορέσει να αχθεί σε καταδίκη αυτού, διαφορετικά η αθώωση συνιστά μονόδρομο.

Στην προκειμένη περίπτωση, το νεοπαγές άρ. 2 Ν. 927/1979 δεν αποσκοπούσε στην δίωξη, στην φίμωση και στην καταδίκη των ιστορικών. Πράγματι, ούτε καν οι συντάκτες αυτού του νομοθετήματος δεν θα είχαν ποτέ φανταστεί ότι η πρώτη καταγεγραμμένη εφαρμογή του δημιουργήματός τους, ήτοι η πρώτη ποινική δίωξη βάσει του άρ. 2 Ν. 927/1979, θα ησκείτο εναντίον ενός καταξιωμένου στον πανεπιστημιακό χώρο Καθηγητή Ιστορίας, ενός πολυγραφότατου ιστορικού συγγραφέως, ενός διαχρονικού φίλου της Ελλάδας και του ελληνικού πολιτισμού!

Η σαφής νομοθετική βούληση απέκλεισε από την έννοια της “κακοβουλίας” την επιστημονική ιστορική έρευνα, παίρνοντας αποφασιστικά το μέρος της ακαδημαϊκής ελευθερίας και της ελευθερίας της έκφρασης. Ως μη κακόβουλη και, άρα, καλοπροαίρετη άρνηση πρέπει να νοηθεί όποια εμφορείται από ιστορικό ενδιαφέρον αναζήτησης της αλήθειας, κριτικής υπερβολών, διαφορετικής ανάγνωσης του ιστορικού παρελθόντος, κατάρριψης πλανών, απομυθοποίησης εθνικιστικών συγκροτητικών μύθων κ.λπ.

Ειδικότερα, το υποκειμενικό στοιχείο του αδίκου της “κακοβουλίας” προσετέθη επί σκοπώ περιορισμού του αξιοποίνου στις περιπτώσεις μόνο εκείνες στις οποίες η ιστορική ή παραϊστορική έρευνα χρησιμοποιείται καταχρηστικά και προσχηματικά, ως όχημα δηλαδή αλλότριων σκοπών, και καταντά αλλοίωση και αλλοτρίωση της ελευθερία του λόγου και της σκέψης. Αντιθέτως, με την νεοπαγή διάταξη δεν σκοπείται η φίμωση της ακαδημαϊκής ελευθερίας ούτε η προληπτική λογοκρισία των ιστορικών ερευνητών ούτε, πολύ περισσότερο, δεν θεσμοθετείται μία και μοναδική κρατική και επίσημη ιστορική αλήθεια, εξοπλισμένη μάλιστα με ποινικές κυρώσεις.

Από τα παραπάνω καθίσταται σαφές ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι δυνατόν να συντρέχει το υποκειμενικό στοιχείο του αδίκου της “κακοβουλίας”. Ειδικότερα, δεν είναι λογικώς δυνατόν να είναι κακόβουλος υπό την έννοια του νόμου ένας Καθηγητής Πανεπιστημίου, με διαχρονική προσφορά στην μελέτη της ελληνικής ιστορίας, βραβευμένος από την Προεδρία της Δημοκρατίας και σταθερός και ειλικρινής φιλέλλην. Όλος ο βίος και η πολιτεία του κατηγορουμένου τού επιτρέπουν να καυχάται ότι έχει υπάρξει πάντοτε αγαθόβουλος και όχι κακόβουλος προς την Ελλάδα.

           

5. Η απόφαση της Βουλής.

Καθ' όσον αφορά τώρα το προαπαιτούμενο της “απόφασης της Βουλής”, όπως κατέθεσε ο ειδικός μάρτυς Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου κ. Αλιβιζάτος και όπως άλλωστε είναι παγκοίνως γνωστό, το εξαγόμενο της νομοθετικής διαδικασίας καλείται [τυπικός] “νόμος” ή, σε συνταγματικά ανώμαλες περιόδους η απόφαση της Βουλής καλείται “ψήφισμα”. Σε καμία περίπτωση δε δεν μπορεί να συνιστά “απόφαση της Βουλής” υπό την έννοια του άρ. 2 Ν. 927/1979 ένα προεδρικό διάταγμα.

Πράγματι, το προεδρικό διάταγμα εκδίδεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με την προσυπογραφή του μόνου υπεύθυνου αρμόδιου Υπουργού κατ' άρ. 43 Σ. Κατά την κατάρτισή τους δεν συμμετέχει η Βουλή καθ' οιονδήποτε τρόπο, παρά μόνο η Διοίκηση (και ενδεχομένως το ΣτΕ κατά το στάδιο της επεξεργασίας του). Είναι δε αδιάφορο το γεγονός ότι στην προκειμένη περίπτωση αποδόθηκε ο χαρακτηρισμός των μαρτυρικών χωριών σε συγκεκριμένες κοινότητες της Κρήτης διά προεδρικού διατάγματος το οποίο εξεδόθη κατ' εξουσιοδότηση νόμου, διότι ούτως ή άλλως όλα τα προεδρικά διατάγματα εκδίδονται κατ' εξουσιοδότηση νόμου, χωρίς αυτό να τα καθιστά τάχα όλα συλλήβδην “αποφάσεις της Βουλής”. Κατά συνέπεια, το ίδιο το γράμμα της επίμαχης διάταξης, το οποίο στο Ποινικό δίκαιο αποτελεί όχι μόνο την αφετηρία, αλλά και το τέρμα κάθε ερμηνευτικής απόπειρας, απαγορεύει να θεωρηθούν ως δήθεν “αποφάσεις της Βουλής” τα προεδρικά διατάγματα, διότι κατ' αυτόν τον τρόπο θα παραβιαζόταν η θεμελιώδης αρχή nullum crimens in elege stricta, καθώς θα συνιστούσε αναμφισβήτητα απαγορευόμενη ανάλογη εφαρμογή.

Το συμπέρασμα αυτό επιρρωννύεται όμως και με την χρήση της ιστορικής και βουλητικής ερμηνείας. Όπως είναι γνωστό, το ζήτημα που απασχόλησε την Βουλή, αλλά και την δημοσιότητα κατά την ψήφιση του Ν. 4285/2014, ήταν το αν θα έπρεπε να συμπεριληφθούν στην προστασία του άρθρου αυτού και οι γενοκτονίες που είχε αναγνωρίσει η Βουλή, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την Ποντιακή Γενοκτονία. Όλη η δημόσια συζήτηση και όλος ο προβληματισμός ως προς τα όρια της ελευθερίας της έκφρασης κινήθηκαν γύρω από το ζήτημα αυτό. Ωστόσο, ως προς την Ποντιακή Γενοκτονία και τις άλλες γενοκτονίες υφίσταται πράγματι “απόφαση της Βουλής”, όπως απαιτεί ο νόμος! Πρόκειται για τους Ν. 2193/1994 (γενοκτονία των Ποντίων), Ν. 2645/1998 (γενοκτονία των Ελλήνων της Μ. Ασίας) και 3218/2004 (γενοκτονία των Ελλήνων Εβραίων). Καθίσταται σαφές ότι οποιαδήποτε τυχόν τελεολογική διαστολή του όρου “απόφαση της Βουλής”, ώστε να καλύπτει και το προεδρικό διάταγμα, όχι μόνο προσκρούει στο ρητό γράμμα της διάταξης και έτσι παραβιάζει την κεφαλαιώδη αρχή nullum crimens in elege stricta, αλλά αντιστρατεύεται την ρητή βούληση του ιστορικού νομοθέτη, η οποία αποτελεί την βασική μεθολογική κατευθυντήρια αρχή του Ποινικού Δικαίου.

Κατά συνέπεια, υφ' οιανδήποτε οπτική γωνία ορώμενο το ζήτημα, αποκλείει την θεώρηση των προεδρικών διαταγμάτων ως δήθεν “αποφάσεων της Βουλής”. 

           

6. Η δυνατότητα υποκίνησης μίσους και ο εξυβριστικός χαρακτήρας.

Εξάλλου, το αδίκημα του άρ. 2 Ν. 927/1979 αποτελεί έγκλημα δυνητικής διακινδύνευσης στο μέτρο που απαιτείται για την πλήρωση της αντικειμενικής του υπόστασης η δυνατότητα υποκίνησης μίσους.

Εν προκειμένω πρέπει να παρατηρηθεί ότι το “μίσος”, ως ενδιάθετη κατάσταση, ως συναίσθημα δηλαδή αναγόμενο στον εσωτερικό κόσμο, δεν μπορεί να αποτελεί θεμιτό αντικείμενο ενδιαφέροντος του Ποινικού Δικαίου, σύμφωνα με την θεμελιώδη αρχή cogitationis poenam nemo patitur. Ειδικότερα, η δυνατότητα υποκίνησης μίσους ενδέχεται βέβαια να φέρει όλα τα εξωτερικά χαρακτηριστικά της πράξης κατά την έννοια του άρ. 7 Σ, ωστόσο, εξαιτίας του περιορισμένα παρακολουθηματικού χαρακτήρα της συμμετοχής, δεν είναι δυνατή η εγκληματοποίηση της υποκίνησης μίσους, όταν δεν είναι δυνατή η εγκληματοποίηση του “μίσους” καθ' αυτό. Με άλλα λόγια, ενόψει του γεγονός ότι η δυνατότητα υποκίνησης μίσους δεν διαφέρει κατ' ουσίαν από την συμμετοχική πράξη της ηθικής αυτουργίας (και για την ακρίβεια είναι ακόμη πιο αόριστη και μεμακρυσμένη από την προσβολή του εννόμου αγαθού από εκείνην), δεν μπορεί να τιμωρείται μια συμμετοχική πράξη, όταν απαγορεύεται η εγκληματοποίηση της κυρίας πράξεως, ήτοι του “μίσους”. Για τον λόγο αυτό, η ειδικότερη υπαλλαγή τελέσεως της “δυνατότητα υποκίνησης μίσους” είναι αντισυνταγματική.

Στην προκειμένη περίπτωση, δεν υπήρξε ούτε ένας μάρτυρας που να βεβαίωσε ότι από το επίδικο βιβλίο ήταν δυνατόν να υποκινηθεί μίσος. Άλλωστε, ο συγγραφέας δεν ευθύνεται για τις σκέψεις και τα αισθήματα του αναγνωστικού του κοινού, τα οποία δεν μπορεί να γνωρίζει ούτε και ασφαλώς να προβλέψει. Πολύ εύστοχα ο μάρτυς Καθηγητής Ιστορίας κ. Λιάκος εξήγησε στο Δικαστήριο ότι το πρώτο βιβλίο που έρχεται στο μυαλό ως δυνάμενο να υποκινήσει μίσος, και πράγματι έχει υποκινήσει ιστορικά πολύ μίσος, είναι η Παλαιά Διαθήκη. Το absurdum στο οποίο οδηγεί η μάταιη αναζήτηση “δυνατότητας υποκίνησης σε μίσος” είναι προφανές.

Σε κάθε περίπτωση, η αποβολή σύμπασας της πολιτικής αγωγής από το Δικαστήριο, με την αιτιολογία ότι δεν απεδείχθη από την ενώπιον Υμών αποδεικτική διαδικασία ότι από το επίδικο βιβλίο ηδύνατο να προκληθεί μίσος προσωπικά εις βάρος των πολιτικώς εναγόντων προδικάζει και προκαταλαμβάνει την απάντηση ως προς αυτό το στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως του αδικήματος.

Τέλος, ως προς το στοιχείο του εξυβριστικού χαρακτήρα της κακόβουλης άρνησης ή επιδοκιμασίας, κατά την ορθή ερμηνεία, “ενέχει χαρακτήρα” δεν μπορεί να σημαίνει παρά “συνιστά/πληροί την αντικειμενική υπόσταση”, διότι διαφορετικά η ερμηνευόμενη διάταξη αποβαίνει τόσο αφηρημένη και αόριστη, ώστε τυχόν εφαρμογή της θα αντέβαινε στην αρχή nullum crimens in elege certa. Αυτό συμβαίνει, διότι δυνητικά οτιδήποτε μπορεί να προσλαμβάνει υβριστικό χαρακτήρα, ειδικά κατά την ανεξέλγκτη υποκειμενική αντίληψη κάποιου που θεωρεί ότι θίγεται, χωρίς όμως να συνιστά παράλληλα εξύβριση κατά νόμον.

Με άλλα λόγια, για να ενέχει υβριστικό χαρακτήρα μια κακόβουλη άρνηση και προκειμένου να προστατευθεί κατά τον μέγιστο βαθμό το συνταγματικό δικαίωμα του άρ. 14 Σ, θα πρέπει αυτοτελώς να πληροί την αντικειμενική υπόσταση της εξύβρισης, ώστε να διατηρείται ένα δικαιοκρατικό ελάχιστο. Διαφορετικά, δεν πληρούται καν το στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης “ενέχει υβριστικό χαρακτήρα”.

Κατά συνέπεια, θα πρέπει να διαπιστώνεται κάθε φορά η αυτοτελής πλήρωση των στοιχείων του αδικήματος της εξύβρισης κατ’ άρ. 361 ΠΚ. Τα ασφυκτικά περιθώρια που καταλείπονται διαφορετικά στην ελευθερία του λόγου επιβάλλουν την διορθωτική ερμηνεία της διάταξης in bonam partem, ώστε να απαιτείται τουλάχιστον κατά τα λοιπά η παράλληλη πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης της εξύβρισης.

Στην προκειμένη περίπτωση, αυτό θα πρέπει να ισχύει για όλους τους Κρήτες, θα πρέπει δηλαδή να διαπιστωθεί αν με το επίδικο βιβλίο “Η Μάχη της Κρήτης” διεπράχθη συλλογική εξύβριση εις βάρος κάθε Κρητικού προσωπικά, έχοντας τον σχετικό σκοπό εξυβρίσεως. Μόλις που χρειάζεται να αναφερθεί βέβαια πως κάτι τέτοιο είναι απολύτως εσφαλμένο, κυρίως επειδή για να συναχθεί ατομική εξύβριση από μία συλλογική προσαπαιτούνται, σύμφωνα με την διδασκαλία του Ποινικού Δικαίου, πρόσθετα στοιχεία εξατομίκευσης και προσωποποίησης της προσβολής, τα οποία εν προκειμένω προφανώς δεν υπάρχουν. Άλλωστε, αυτό αποδεικνύεται πολύ εύκολα και από το γεγονός ότι κανείς από τους μάρτυρες κατηγορίας δεν υπέβαλε έγκληση εις βάρος του κατηγορουμένου επί εξυβρίσει του ιδίου, πράγμα που θα ήταν ούτως ή άλλως από μόνο του σχεδόν τραγελαφικό. Τέλος, η απουσία σκοπού εξυβρίσεως αποδεικνύεται από τα πάμπολλα χωρία του επίδικου βιβλίου που αναγνωρίζουν την βαρβαρότητα των εγκλημάτων των στρατευμάτων εισβολής και την γενναιότητα των Κρητών κατά τον Μάιο 1941.

 

Γ. Αξιολόγηση των αποδεικτικών μεσων.

Στο σημείο αυτό θα επιχειρήσουμε με λίγα λόγια την αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων που εισηνέχθησαν στην παρούσα διαδικασία, ξεκινώντας πρώτα από τους μάρτυρες.

            1. Οι μάρτυρες.         

Καθ’ όσον αφορά τώρα την αξιολόγηση των μαρτύρων, επαγόμεθα τα εξής:

Οι μάρτυρες που κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου Σας μπορούν να χωριστούν με δύο τρόπους: μάρτυρες κατηγορίας και υπερασπίσεως αφενός, μάρτυρες ειδικών γνώσεων (όχι απαραιτήτως με την έννοια του άρ. 203 ΚΠΔ) και μάρτυρες άνευ ειδικών γνώσεων αφετέρου.

Σχετικά με την πρώτη διάκριση, παρατηρητέο τυγχάνει ότι η μεγάλη πλειοψηφία των μαρτύρων ήταν μάρτυρες υπεράσπισης (ενδεικτικά αναφέρω τους κ. Νουτσόπουλο, Αλεξόπουλο, Μαυρομούστακου, Ανανιάδη κλπ). Επιπλέον, μάρτυρες υπεράσπισης ήταν η πλειονότητα των Καθηγητών του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης που κατέθεσαν. Αλλά και από τους μάρτυρες εκείνους που ήταν δυσμενείς προς τον κατηγορούμενο απολύτως κανείς δεν ζήτησε την ποινική καταδίκη του κ. Ρίχτερ. Με άλλα λόγια, ακόμη και μεταξύ των μαρτύρων που ζητούν την ανάκληση της επιτιμίας δεν υπάρχει ούτε ένας που να απαίτησε την καταδίκη του κατηγορουμένου. Δύο μάλιστα εξ αυτών, οι κ. Κοτρόγιαννος και Παπαδάκης, απαντώντας σε σχετική ερώτηση της υπεράσπισης, δήλωσαν ρητώς ότι τάσσονται υπέρ της αθώωσης του κ. Ρίχτερ.

Το βάρος της κατηγορίας κατά του κατηγορουμένου σήκωσαν οι (μετέπειτα αποβληθέντες) πολιτικώς ενάγοντες Μ. Παραγιουδάκης και Ε. Αυγενάκης. Προτού όμως διεξέλθουμε τα των καταθέσεών τους, πρέπει να τονίσουμε πόσο μόνοι ήταν στον αγώνα τους. Πράγματι, από τους 16 βουλευτές της Κρήτης μόνο ο κ. Αυγενάκης εκδηλώθηκε κατά του κ. Ρίχτερ (και εξ αυτών ένας ακόμη, ο κ. Δανέλλης, βουλευτής Ηρακλείου, τάχθηκε υπερ της αθώωσης του κ. Ρίχτερ). Οι βουλευτές Ρεθύμνου απουσίασαν όλοι, το ίδιο και η τοπική Εκκλησία, το ίδιο και οι κρητικής καταγωγής βουλευτές των Αθηνών. Ειδική μνεία πρέπει να γίνει στον κ. Δήμαρχο Ρεθύμνου, ο οποίος, καίτοι κλητευθείς, δεν προσήλθε στο Δικαστήριο, ενώ έγινε γνωστό ότι φέρεται δυσαρεστηθείς με την δίκη Ρίχτερ. Συνελόντι ειπείν, η τοπική κοινωνία της Κρήτης και του Ρεθύμνου ειδικότερα αδιαφόρησε χαρακτηριστικά για τις κρητοκαπηλικές και υπερπατριωτικές κορώνες των διωκτών του κ. Ρίχτερ. Εξ αυτών των πραγματικών περιστατικών το Δικαστήριο οφείλει να αντλήσει τα κατάλληλα συμπεράσματα ως προς την συνδρομή ή μη του στοιχείου του “εξυβριστικού χαρακτήρα” ως στοιχείου της αντικειμενικής υποστάσεως.

Ειδικώς τώρα καθ’ όσον αφορά τον κ. Παραγιουδάκη, η υπεράσπιση τιμά έναν άνθρωπο που αφιέρωσε όλη του την ζωή στην υπηρεσία της πατρίδας. Δεν διαφεύγει την προσοχή μας ωστόσο ότι η αρχική και βασική ένσταση του κ. Παραγιουδάκη εις βάρος του κ. Ρίχτερ αφορούσε το άσχετο ζήτημα της καθυστέρησης της Επιχείρησης Μπαρμπαρόσσα. Επιπλέον, ο κ. Παραγιουδάκης, μετά επίμονες ερωτήσεις της υπεράσπισης, συνομολόγησε το αυτονόητο, ότι δηλαδή είναι πιθανόν να διεπράχθησαν κατά την Μάχη της Κρήτης υπερβάσεις εκ μέρους των Κρητικών υπερασπιστών της νήσου. Τέλος, υπήρξε εκκωφαντική η απουσία του κ. Παραγιουδάκη από την συνέχεια της διαδικασίας, και μάλιστα από την συνέντευξη τύπου που παρεχώρησε η αποβληθείσα πολιτική αγωγή. Θεωρούμε προφανές και αυταπόδεικτο το συμπέρασμα ότι ο κ. Παραγιουδάκης αντελήφθη ότι τον χρησιμοποίησαν, εκμεταλλευθέντες την θιγείσα φιλοπατρία του, προς αλλότρια οφέλη και ότι ως εκ τούτου του λόγου κατ’ ουσίαν δεν ενέμεινε στην πολιτική του αγωγή εις βάρος του κ. Ρίχτερ. 

Περνώντας τώρα στην εξέταση της κατάθεσης του κ. Αυγενάκη, από την αποδεικτική διαδικασία προέκυψε ότι ο κ. Αυγενάκης απέκρυψε εκ προθέσεως από το Δικαστήριο την προηγούμενη διαμάχη του με το Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Κρήτης. Ειδικότερα, παρά το γεγονός ότι η κατάθεσή του διήρκεσε ένα ολόκληρο τρίωρο και παρά το ότι, με την ανοχή του Δικαστηρίου, κατέθεσε ανέκδοτα από την φοιτητοσυνδικαλιστική του δράση, απήγγειλε μαντινάδες (!) και,  γενικότερα, διέπρεψε σε φτηνούς συναισθηματισμούς και εθνολαϊκιστική ρητορεία, εν τούτοις ο μάρτυς αποσιώπησε ότι είχε προσωπικούς λόγους πικρίας, μνησικακίας και εκδικητικότητας να στραφεί κατά του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και της Προέδρου του προσωπικά. Η απόκρυψη αυτή δεν είναι ασφαλώς τυχαία ούτε και προϊόν αμέλειας, αλλά ο κ. Αυγενάκης δεν ήθελε το Δικαστήριο να πληροφορηθεί την αλήθεια σχετικά με τους ανοικτούς λογαριασμούς που είχε με το Τμήμα. Ούτε επιτρέπεται να παροραθεί ότι, μετά την αποκάλυψη των ιδιοτελών κινήτρων του και παρά την διατύπωση σχετικής ευχές από το Δικαστήριο, ο κ. Αυγενάκης δεν προσήλθε εκ νέου, προκειμένου να παράσχει τις αναγκαίες διευκρινίσεις.

Ειδικότερα, ο κ. Αυγενάκης είχε στο παρελθόν, και ειδικότερα στις 08 Ιουλίου 2013 με την υπ' αριθμ. πρωτ. 752 αίτησή του, υποβάλει αίτηση συμμετοχής στο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα του ως άνω Τμήματος, επί Προεδρίας του Καθηγητή Κ. Λάβδα. Η αίτησή του όμως απερρίφθη από την Συνέλευση του Τμήματος, που ενέκρινε τον πίνακα επιτυχόντων στο Μεταπτυχιακό, λόγω ελλείψεως συνάφειας του βασικού τίτλου σπουδών του, δεδομένου ότι ο κ. Αυγενάκης είναι απόφοιτος ΤΕΙ Τοπογράφων. Συναφώς, ο κ. Αυγενάκης απέστειλε στο Τμήμα δύο επιστολές, στις οποίες εξέθετε τις απόψεις του.

Τα ως άνω πραγματικά περιστατικά παρέλειψε εξ ολοκλήρου να μνημονεύσει κατά την πολύωρη κατάθεσή του ο ως άνω πολιτικώς ενάγων. Καθίσταται σαφές όμως ότι η διαλεύκανση του ζητήματος της απορρίψεως του αιτήματος του κ. Αυγενάκη ήταν απολύτως κρίσιμη για την αξιολόγηση των κινήτρων του, όταν καταθέτει ενώπιον του Δικαστηρίου ότι δήθεν προσεβλήθη στην τιμή και την υπόληψή του. Με άλλα λόγια, απεδείχθη ότι ο κ. Αυγενάκης είχε προσωπικούς λόγους, παντελώς άσχετους με την υπόθεση Richter, να χολωθεί εναντίον του Τμήματος και έναντι της Προέδρου του προσωπικά. Κατά συνέπεια, συντρέχει σοβαρή υπόνοια ότι ο ως άνω πολιτικώς ενάγων εργαλειοποίησε την αναγόρευση του κ. Richter, προκειμένου να στραφεί εξ αφορμής της εναντίον του Τμήματος.

Σε αυτήν την συνάφεια πρέπει να σχολιαστεί και η κατάθεση του κ. Λάβδα, πρώην Προέδρου του Τμήματος. Κατά την κατάθεσή του ήταν εμφανής η προσπάθεια του μάρτυρα να απαντήσει όσο το δυνατόν πιο αόριστα στις ερωτήσεις της υπεράσπισης, σε κάποιες περιπτώσεις δε να αρνηθεί αντιδικονομικώς καν να απαντήσει. Έτσι, ο μάρτυς απέφυγε κατ’ ουσίαν την απάντηση σε σειρά ερωτήσεων στις οποίες φυσιολογικά θα αναμενόταν να γνωρίζει την απάντηση, όπως ενδεικτικώς: ποιοι τον στήριξαν στις εκλογές του Τμήματος το 2013, ποια είναι η προσωπική του σχέση με την κ. Μαυρομούστακου, διάδοχό του στο Τμήμα, ποια είναι ακριβώς η πολιτική και προσωπική σχέση του με τον κ. Αυγενάκη (“χαιρετιόμαστε”, περιορίστηκε να καταθέσει ο μάρτυς), αν ήταν παρών στο Τμήμα κατά την συζήτηση του θέματος Αυγενάκη, ποιος είχε υποστηρίξει τότε τον κ. Αυγενάκη και ποιος όχι, ποιοι συνάδελφοί του υπηρετούν στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης της Κορίνθου κ.λπ. Την ασθενή μνήμη του μάρτυρος αναπληρώνουν ασφαλώς οι υπόλοιποι μάρτυρες και τα έγγραφα, είναι ωστόσο σαφές ότι η αξιοπιστία του μάρτυρος είναι μειωμένη.

Ειδικότερα, έχει πλέον ανασυσταθεί αποδεικτικώς η πορεία των πραγματικών περιστατικών: μετά την αίτηση του κ. Αυγενάκη προς το Τμήμα, το ζήτημα έφτασε στην Συνέλευση του Τμήματος. Εκεί, την πλευρά Αυγενάκη υποστήριξε προσωπικά ο κ. Λάβδας και άλλοι Καθηγητές που τον ψήφισαν στις εκλογές του Τμήματος. Άλλωστε, ο κ. Λάβδας έχει συνομολογήσει τις προσωπικές του σχέσεις με τον κ. Αυγενάκη, είναι δε γνωστό τοις πάσι ότι κινούνται στον ίδιο πολιτικό χώρο (“με την Αριστερά δεν έχω πάντως καμία σχέση”, κατέθεσε ο μάρτυς). Στις εκλογές του Τμήματος, που ακολούθησαν, ο κ. Λάβδας, τότε Πρόεδρος, ηττήθηκε από την κ. Μαυρομούστακου (“για δύο ψήφους”, μας διευκρίνισε, αποκαλύπτοντας σε κάθε προσεκτικό παρατηρητή της ανθρώπινης ψυχολογίας το μέγεθος της ενόχλησής του από την ήττα του).

Ακολούθως, ο κ. Αυγενάκης φοιτά στο ομόλογο Τμήμα του Πανεπιστημίου Πεολοποννήσου στην Κόρινθο. Είναι απορίας άξιον βέβαια γιατί ο κ. Αυγενάκης, ο οποίος ως βουλευτής μοιράζει τον χρόνο του μεταξύ Αθηνών και Ηρακλείου, δεν αποτάθηκε σε ένα από τα ομόλογα μεταπτυχιακά Τμημάτων που υπάρχουν στο Λεκανοπέδιο Αθηνών, όπως είναι το Πολιτικό της Νομικής ή το Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας της Παντείου, αλλά προτίμησε την πιο μακρινή Κόρινθο, το νεόκοπο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης της οποίας είχε μάλιστα λειτουργήσει για πρώτη φορά επί Κυβερνήσεως Νέας Δημοκρατίας το ακαδημαϊκό έτος 2007-2008 (σύμφωνα με πληροφορίες, το Τμήμα διοργάνωσε τότε ο κ. Αρβανιτόπουλος, βουλευτής και Υπουργός με την Νέα Δημοκρατία). Το εν λόγω Τμήμα, όπως είναι και στατιστικά αναπόφευκτο, στελεχώνεται και από Καθηγητές φιλικούς πολιτικά προς τον κ. Αυγενάκη, και μάλιστα με σχέσεις προς το Ίδρυμα “Κωνσταντίνος Καραμανλής”.

Ειδικότερα, ο κ. Αυγενάκης εξεπόνησε την διπλωματική του εργασία το 2015 με επιβλέποντα τον Αναπληρωτή Καθηγητή κ. Πύρρο Παπαδημητρίου. Ο κ. Παπαδημητρίου έχει αναλάβει κυβερνητικές θέσεις επί Νέας Δημοκρατίας το 2007-2009 ως διευθύνων σύμβουλος της Ολυμπιακής, ορίστηκε από την Νέα Δημοκρατία μέλος της ομάδας που παρακολουθούσε το πρόγραμμα στήριξης της ελληνικής οικονομίας το 2010, έχει δημοσιεύσει μελέτη στην Επετηρίδα του Ιδρύματος “Κωνσταντίνος Καραμανλής” το 2011, ενώ αρθρογραφεί σε ιστότοπο πολιτικού προβληματισμού με την επωνυμία “New Republic” (επωνυμία που παραπέμπει προφανώς στο κόμμα της Νέας Δημοκρατίας) μαζί, μεταξύ άλλων, και με τον κ. Λάβδα (αλλά και τον κ. Αρβανιτόπουλο). Αξίζει να αναφερθεί εν προκειμένω η σύμπτωση ότι ο κ. Λάβδας κατέχει αυτόν τον καιρό την έδρα που χρηματοδοτεί το εν λόγω Ίδρυμα “Κωνσταντίνος Καραμανλής” στην Βοστώνη (Πανεπιστήμιο Tufts, όπου σπουδασε σε μεταπτυχιακό επίπεδο και ο πρώην Πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής). Από τα ως άνω προκύπτει εμφανώς ότι οι κ. Αυγενάκης και Λάβδας συνδέονται με πολιτική και κομματική φιλία, την οποία θεώρησαν περιττό να αναφέρουν στον Δικαστήριό Σας.

 Η σειρά όμως των ως άνω συμπτωματικών συμπτώσεων επαναλαμβάνεται στην παρούσα υπόθεση Ρίχτερ. Έτσι, αίφνης οι κ. Αυγενάκης και Λάβδας στοιχίζονται για μία ακόμη φορά, πυροβολώντας ομαδόν κατά της κ. Μαυρομούστακου. Ωθούμενοι κατά την εκτίμηση της υπεράσπισης από ιδιοτελή κίνητρα μνησικακίας και εκδικητικότητας αμφότεροι, ο μεν επειδή κόπηκε από το Μεταπτυχιακό, ο δε επειδή ηττήθηκε στις εκλογές του Τμήματος, καταθέτουν ως μάρτυρες κατηγορίας κατά του κ. Ρίχτερ και ανακλαστικά κατά της κ. Μαυρομούστακου (“δεν ξέρω αν η υπόθεση Ρίχτερ βλάπτει την κ. Μαυρομούστακου”, κατέθεσε ο κ. Λάβδας, υποτιμώντας την νοημοσύνη του Δικαστηρίου). Και όχι μόνο αυτό, αλλά τον κ. Λάβδα ακολουθούν καταθέτοντας κατά του κ. Ρίχτερ όλοι οι Καθηγητές του Τμήματος, μόνον αυτοί, ακριβώς αυτοί και ουδείς πέραν αυτών οι οποίοι τον είχαν ψηφίσει στις εκλογές του Τμήματος. Πράγματι, ουδείς τόλμησε να αμφισβητήσει ότι οι κ. Κοτρόγιαννος, Παπαδάκης, Ξενάκης, Δαφέρμος και Μανασσάκης, άπαντες μάρτυρες κατηγορίας, ψήφισαν υπέρ του κ. Λάβδα. Και πρόκειται, πάντα συμπτωματικά, για τους ίδιους ακριβώς Καθηγητές που κινητοποιήθηκαν, με διαφορετικό βαθμό κρητικού υπερπατριωτισμού ο καθένας, κατά του κ. Ρίχτερ.

Η υπεράσπιση, αξιότιμε κ. Πρόεδρε, δεν πιστεύει στις συμπτώσεις. Η υπεράσπιση κρίνει βάσει των πραγματικών περιστατικών που προκύπτουν από τις μαρτυρικές καταθέσεις και, κυρίως, τα έγγραφα ότι η υπόθεση Ρίχτερ προέκυψε από τον ενδοπανεπιστημιακό φατριασμό στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και όχι βέβαια από αγνά κίνητρα δήθεν πατριωτισμού. Το γεγονός ότι η υπόθεση στην πορεία πήρε διαστάσεις που ενδεχομένως κάποιοι αρχικά δεν είχαν υπολογίσει δεν αλλάζει την ουσία του πράγματος.

Καθ' όσον αφορά τώρα την διάκριση μεταξύ ειδικών και μη μαρτύρων, αμέσως γίνεται αντιληπτό ότι όλοι οι ειδικοί μάρτυρες, ιστορικοί και νομικοί, που κατέθεσαν ενώπιον Υμών, τάχθηκαν με το μέρος του κ. Ρίχτερ (πλην ενός, περί ου κατωτέρω). Το γεγονός αυτό πρέπει να ληφθεί ιδιαιτέρως σοβαρά υπόψιν, δεδομένου ότι έχει προφανή σημασία για τον ορθή εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης.

Μόνος μάρτυς κατηγορίας με ειδικές γνώσεις επί του θέματος αναδείχθηκε ο Καθηγητής Ιστορίας κ. Μαργαρίτης. Σημειωτέον, αξιότιμε κ. Πρόεδρε, ότι ο κ. Μαργαρίτης είναι ο μόνος επαγγελματίας ιστορικός που τοποθετήθηκε δημοσίως (και μάλιστα δις) κατά του κ. Ρίχτερ αποκαλώντας τις θέσεις του “νεοναζιστική προπαγάνδα”. Μετά δε την τοποθέτηση του κ. Μπήβορ και το διεθνές ενδιαφέρον για την υπόθεση, δεν είναι υπερβολή να ειπωθεί ότι είναι ο μοναδικός παγκοσμίως. Ουδείς άλλος, συμπεριλαμβανομένων όσων μαρτύρων κατηγορίας κατέθεσαν ενώπιόν Σας, κατέφυγε στις ακραίες εκφράσεις του κ. Μαργαρίτη, κατά δε την εξέτασή του, ο μάρτυρας επιβεβαίωσε τα κίνητρά του, καθώς αναδείχθηκε εμπαθής σε βαθμό τέτοιο ώστε να καθίσταται δευτερεύουσα η ιδιότητά του ως μάρτυρα ειδικών γνώσεων. Ο κ. Μαργαρίτης δήλωσε επανειλημμένως, ιδίως δε κατά την κατ’ αντιπαράσταση εξέτασή του με τον κ. Λιάκο, ότι η ιστορία αναζητεί την αλήθεια. Όταν, όμως, η υπεράσπιση τον έθεσε ενώπιον μιας ιστορικής αλήθειας τόσο αναμφισβήτητης ώστε να την έχουν αποδεχθεί απολογούμενοι οι ίδιοι οι θύτες, ήτοι την σφαγή του Κατύν, ο μάρτυς απέδειξε με την απάντησή του ότι η αλήθεια που δήθεν αναζητεί έχει μορφή και περιεχόμενο προκαθορισμένο από το δικό του πλαίσιο ιδεών. Την ίδια ακριβώς αντίδραση είχε ο κ. Μαργαρίτης απέναντι στις μαρτυρίες Ελλήνων στρατιωτών που πολέμησαν στην Μάχη της Κρήτης και έκαναν λόγο για κακομεταχείριση των πτωμάτων από τους Κρητικούς: απερρίφθησαν εκ του προχείρου, κ. Πρόεδρε, ως αποκυήματα φαντασίας, όπως απερρίφθη και η σχετική αναφορά του Καζαντζάκη στον Ζορμπά, ως μυθοπλασία του λογοτέχνη –κι ας αναφερόταν σε κρητική συνήθεια, άρα σε προσωπική εμπειρία του λογοτέχνη. 

Μίλησε, ακόμα, ο κ. Μαργαρίτης περί επιστήμης και ιστορικής μεθοδολογίας. Δεν είναι επιστημονική η εργασία του κ. Ρίχτερ, είπε ο μάρτυρας, παρά προπαγάνδα –μάλιστα στα κείμενά του κατά του κ. Ρίχτερ εγκαλούσε τους πολυάριθμους συναδέλφους του που τοποθετήθηκαν υπέρ του κατηγορουμένου ως ανάξιους να διαχωρίσουν την επιστήμη από την προπαγάνδα. Δεν εκπλήσσει αυτό την υπεράσπιση, κ. Πρόδρε: ο κ. Μαργαρίτης συνηθίζει να αφαιρεί τον τίτλο του ιστορικού και, γενικώς, του επιστήμονα από όποιον εκλαμβάνει ως ιδεολογικό του αντίπαλο. Προπαγανδιστές κατά “της ηθικής υπεροχής του ΕΛΑΣ” θεωρεί, σε άρθρο του για την Μάχη του Κιλκίς, τους διακεκριμένους Καθηγητές κ. Καλύβα (Πανεπιστήμιο του Γέηλ) και Μαραντζίδη (Πανεπιστήμιο Μακεδονίας) ο, κατά δήλωσή του ενώπιόν Σας, υποψήφιος με το ΚΚΕ, κ. Μαργαρίτης και, για αυτό τον λόγο, αδυνατεί να τους ορίσει, όπως λέει, “ως ιστορικούς, ως επιστήμονες ή ως τίποτε άλλο”.

Στο ίδιο άρθρο, αναδεικνύεται και η προσέγγιση του μάρτυρα στην ιστορική και επιστημονική μεθοδολογία. Εγκαλεί τους προπαγανδιστές-αντιπάλους του ΕΛΑΣ για πτωματολογία, επειδή κάνουν λόγο για τον μεγάλο αριθμό θυμάτων στην Μάχη του Κιλκίς. Αλλά η πτωματολογία είναι, σύμφωνα με τον κ. Μαργαρίτη, “σταθερή παρα-επιστημονική (όπως λέμε μετα-φυσική) μέθοδος της ελληνικής δεξιάς”, την οποία “αρχικά την δίδαξε ο ναζισμός” και η οποία “έχει το προσόν ότι δεν εξηγεί τίποτα”. Αυτά, κ. Πρόεδρε, όσον αφορά την πτωματολογία του Κιλκίς. Αντιθέτως, ενώπιόν Σας, η “παρα-επιστημονική και ναζιστική” πτωματολογία αναβαθμίστηκε σε απαραίτητη εργασία του έντιμου επιστήμονα, σε βαθμό που ο κ. Μαργαρίτης ενεκάλεσε τον κ. Ρίχτερ, γιατί δεν πήγε να μετρήσει τους νεκρούς στις επιτύμβιες στήλες. Αυτή είναι η αλήθεια και η επιστήμη του μάρτυρα, εμποτισμένη από βαθιά μισαλλοδοξία και ιδεοληπτικές εμμονές. Καλό θα είναι η μαρτυρία και η εν γένει στάση του να ξεχαστούν τάχιστα όχι μόνο από το Δικαστήριό Σας, αλλά και από όλους μας.

Τέλος, ένα γενικό σχόλιο για τους μάρτυρες, κ. Πρόεδρε. Η υπεράσπιση με βαθιά θλίψη παρατηρεί ότι δεν στάθηκαν όλοι στο ύψος των περιστάσεων. Βρεθήκαμε αντιμέτωποι με προσχηματικές δηλώσεις παράστασης πολιτικής αγωγής που προσπάθησαν να ευτελίσουν τη διαδικασία κατά τρόπο τουλάχιστον ανεύθυνο. Ποια άραγε η ουσία της μαρτυρίας Αυγενάκη; Πώς θεμελίωσε την προσωπική του ζημία από το βιβλίο Ρίχτερ, το οποίο ισχυρίστηκε ότι είχε διαβάσει, αλλά σχεδόν τίποτα δεν κατέθεσε επ’ αυτού; Και γιατί ο κ. Αυγενάκης βρυχάτο ενώπιόν Σας ως βαθύτατα προσβληθείς, αλλά απέκρυπτε από τα ΜΜΕ ότι είναι πολιτικώς ενάγων στην δίκη και, συνεπώς, κατήγορος και αντίδικος του Ρίχτερ; Τα κίνητρα των πράξεών του είμαστε βέβαιοι ότι τα έχει αντιληφθεί το Δικαστήριο. Αλλά και ο κ. Παραγιουδάκης, που μίλησε εκτενώς για το βιβλίο, για ποιο λόγο δήλωσε παράσταση πολιτικής αγωγής; Έλεγε ότι ήθελε να κάνει “επιστημονικό διάλογο” με τον κ. Ρίχτερ και η πικρία του για την αδυναμία του αυτή ήταν εμφανής, δεν γνώριζε όμως ότι επιστημονικός διάλογος δεν γίνεται με τον έναν συμμετέχοντα στο σκαμνί του κατηγορουμένου και τον άλλο στα έδρανα της πολιτικής αγωγής; Οι δε καταθέσεις των περισσότερων μελών του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης ανέδειξαν μία παθογένεια που μεταφέρθηκε στις δικαστικές αίθουσες –ατυχώς, με θύμα έναν άνθρωπο που σε τίποτα δεν έφταιξε. Όσοι υπερασπίστηκαν τον κ. Ρίχτερ ως συνάδελφο που αδικώς κατηγορείται θα μπορούν να υπερηφανεύονται ότι ήρθησαν πάνω από τις μικροπολιτικές του μικρόκοσμού τους. Όσοι όμως υποστήριξαν την κατηγορία ή κατέφυγαν σε μισόλογα και πολιτική “ίσων αποστάσεων” χρησιμοποίησαν την Δικαιοσύνη ως θέατρο ικανοποίησης προσωπικών φιλοδοξιών. Η στάση τους δεν αφορά τούτη την δίκη ούτε την αφορούσε ποτέ. Είναι, κ. Πρόεδρε, κοινωνικώς και ακαδημαϊκώς δεκτική εκτενούς σχολιασμού και προβληματισμού, δικονομικώς, όμως, ως μη γενόμενη.

 

            2. Τα έγγραφα.

Κατά πρώτον, από την αποδεικτική διαδικασία εδόθησαν πλήρεις απαντήσεις σχετικά με όλα ανεξαιρέτως τα χωρία του επίδικου βιβλίου που προκάλεσαν ερωτηματικά. Στο τμήμα αυτό ωστόσο θα αντικρούσουμε, σημείο προς σημείο, όλα τα επίμαχα χωρία.

 

σελ. 409: “Αυτό που επικράτησε ήταν μια αρχαία κρητική παράδοση, η περιφρόνηση του θανάτου. Η κακοποίηση των νεκρών δεν ήταν με αυτή την έννοια ατίμωσή τους”.

         

Στο πολυσυζητημένο αυτό απόσπασμα πρέπει να παρατηρηθεί καταρχάς μια ελαφρά μεταφραστική αστοχία: ο κ. Ρίχτερ στο πρωτότυπο ομιλεί για “archaische” κρητική παράδοση, η οποία δεν μεταφράζεται κατ' ακριβολογίαν ως “αρχαία”, αλλά ως “προνεωτερική, παρωχημένη, πρωτόγονη, αρχαιοπρεπής”, ανάλογα με τα συμφραζόμενα. Για παράδειγμα, αμέσως πιο πριν ο κ. Ρίχτερ περιέγραψε επίσης ως “archaisch” τον τρόπο του μάχεσθαι των Κρητικών, πράγμα που αποδόθηκε εύστοχα στην μετάφραση όχι βέβαια ως “αρχαίος”, αλλά ως “πρωτόγονος”. Η ίδια λεπτή νοηματική διαφορά υπάρχει και στο επίμαχο απόσπασμα, πράγμα που σημαίνει ότι αδίκως αναζήτησαν κάποιο “αρχαίο” κρητικό έθιμο πολλοί από τους μάρτυρες κατηγορίας, απαιτώντας την σχετική βιβλιογραφική τεκμηρίωση. Ο λόγος εδώ είναι ξεκάθαρα για τον τρόπο αντίδρασης μιας κλειστής, κτηνοτροφικής, προνεωτερικής κοινωνίας, η οποία μάχεται “πρωτόγονα” και άγρια.

Πέραν τούτου, υπάρχουν δύο ακόμη σημεία που πρέπει να προσεχθούν. Πρώτον, η αμφιλεγόμενη αναφορά του κ. Ρίχτερ δεν έχει εξυβριστικό ή άλλως μειωτικό χαρακτήρα προς τους Κρητικούς, αλλά γίνεται για να δικαιολογήσει τις πράξεις τους προς το γερμανόφωνο κοινό του συγγραφέα! Αποτελεί μέγιστη διαστρέβλωση της οπτικής γωνίας και των προθέσεων του κατηγορουμένου να χρησιμοποιείται εναντίον του κάτι το οποίο έγραψε για να προσφέρει κάποιου είδους δικαιολόγηση στις υπερβάσεις των Κρητών αμυνομένων, λέγοντας ότι αυτές δεν συνιστούσαν ατίμωση των νεκρών Γερμανών κατά την πρόθεσή τους.

Επίσης, η πρακτική του ακρωτηριασμού των νεκρών, όσο αποτρόπαιη και αν μας φαίνεται σήμερα, είναι γνωστό από ιστορικές και λογοτεχνικές πηγές ότι είναι διαδεδομένη σε προνεωτερικές κοινωνίες. Σε αυτές, συνηθίζεται μάλιστα η λήψη και διατήρηση τροπαίων από τον νεκρό εχθρό. Υπό αυτήν την έννοια, ασφαλώς και δεν χρειαζόταν περαιτέρω βιβλιογραφική τεκμηρίωση η επίμαχη αναφορά, δεδομένου ότι αποτελεί πρακτική γνωστή τοις πάσι, σε όσους τουλάχιστον ασχολούνται στοιχειωδώς με την Στρατιωτική Ιστορία. Από τις πυραμίδες που έστηνε με κομμένα τούρκικα κεφάλια ο Καραϊσκάκης μέχρι τα κομμένα αφτιά των Γερμανών αλεξιπτωτιστών η απόσταση δεν είναι δα και τόσο μεγάλη.

 

          σελ. 413: “Τα δύο εγκλήματα είναι αλληλένδετα”.

         

Στο χωρίο αυτό ο κ. Ρίχτερ ξεκάθαρα συνδέει αιτιωδώς τις δύο πράξεις, χωρίς να τις αξιολογεί. Πρόκειται για κρίση περιγραφική/οντολογική και όχι κανονιστική/αξιολογική, όπως εξήγησε διά μακρών στο δικαστήριο και ο μάρτυς Καθηγητής Νουτσόπουλος. Αυτό καθίσταται ακόμη σαφέστερο από την αναφορά της σελ. 414 “... διότι κατ' αυτόν τον τρόπο αναιρείται η σχέση αιτίου-αιτιατού”, όπου είναι πλέον εμφανές ότι ο κ. Ρίχτερ εξηγεί, χωρίς να δικαιολογεί. Αυτό άλλωστε είναι και το κατεξοχήν έργο του ιστορικού.

 

          σελ. 420: “Ο αριθμός των εκτελεσθέντων είναι πολύ μικρότερος από τον αριθμό των φονευθέντων από τους αντάρτες”.

         

Στο χωρίο αυτό ο κ. Ρίχτερ προβαίνει σε μια πραγματολογική δήλωση σύμφωνη με όλα τα στοιχεία που είχε υπόψιν του. Η ίδια η έκθεση των εν Κρήτη Ωμοτήτων περιλαμβάνει ένα κατάλογο περίπου 550 εκτελεσθέντων από τους Γερμανούς μέσα στο τρίμηνο μετά της Μάχης της Κρήτης. Μπορούμε εύλογα να θεωρήσουμε τον αριθμό αυτό ως την οροφή του πραγματικού αριθμού, που πάντως δεν έχει καμία σχέση με τους αναφερόμενους 2.000 νεκρούς. Επιπλέον, ένας ιστορικός που συγγράφει για την Μάχη της Κρήτης καθ' αυτήν μπορεί εύλογα να μην συμπεριλάβει στους υπολογισμούς τους εκτελέσεις που έλαβαν χώρα πολλές εβδομάδες και μήνες μετά, σε διαφορετικό πλαίσιο κάθε φορά και με διαφορετικές αφορμές (π.χ. απόκρυψη Βρετανών στρατιωτών).

 

          σελ. 440: “... η αφετηρία ενός “βρόμικου” πολέμου, ο οποίος περιλαμβάνει επιθέσεις ανταρτών και αντίποινα”.

          σελ. 442: “ο αγώνας αυτός δεν ήταν πια “καθαρός” και έντιμος, αλλά βρόμικος και κτηνώδης”.

         

Στο πρώτο χωρίο ο κ. Ρίχτερ ξεκάθαρα ορίζει αυτό που αποκαλεί μεταφορικά “βρόμικο” πόλεμο (χρησιμοποιώντας ο ίδιος εισαγωγικά): δεν πρόκειται γενικώς για ένα πόλεμο όπου διαπράττονται εγκλήματα πολέμου, αλλά ειδικώς για τον πόλεμο που συνοδεύεται από “επιθέσεις ανταρτών και αντίποινα”. Σημειωτέον ότι εδώ ο όρος “αντίποινα” χρησιμοποιείται με την ειδική, νομοτεχνική του σημασία (γερμανιστί Repressalien στο πρωτότυπο). Αποτελεί συνεπώς ύψιστη διαστρέβλωση των γραφομένων από τον κ. Ρίχτερ να ταυτίζεται δήθεν ο “βρόμικος” πόλεμος με τα γερμανικά εγκλήματα πολέμου. Στην πραγματικότητα, αυτό που διατυπώνει ο συγγραφέας και αυτό που είναι σαφές σε οποιονδήποτε απροκατάληπτο αναγνώστη του κειμένου του είναι ότι η Μάχη της Κρήτης απετέλεσε τομή στον τρόπο διεξαγωγής του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, δεδομένου ότι πριν δεν υπήρχε ούτε ανταρτοπόλεμος ούτε αντίποινα, μετά από αυτήν όμως υπήρχαν. Με την ερμηνεία αυτή συμφώνησε άλλωστε, μετά από διευκρινίσεις της υπεράσπισης, και ο μάρτυς κατηγορίας κ. Παπαδάκης.

Για την ερμηνεία του δεύτερου χωρίου, προϋποτίθεται προφανώς ο ορισμός που προηγήθηκε στο πρώτο χωρίο. Κάθε ανθρώπινο διανόημα πρέπει να ερμηνεύεται και να εκτιμάται συνολικά ως όλον και ως νοηματική αλληλουχία. Η συρραφή αποσπασμάτων στο κατηγορητήριο διαστρεβλώνει την πραγματικότητα.

 

          Σελ. 442: “η μάχη περιγράφεται ως ιπποτική και δίκαιη”.

         

Στο χωρίο αυτό ο κ. Ρίχτερ χρησιμοποιεί παθητική φωνή, προκειμένου ακριβώς να μεταφέρει τι αναφέρουν τρίτοι και όχι ο ίδιος περί της Μάχης της Κρήτης. Η ερμηνεία αυτή διασταυρώνεται και από την αναφορά της σελ. 439, όπου ο πόλεμος χαρακτηρίζεται “ιπποτικός”, ήτοι εντός εισαγωγικών. Και στα δύο σημεία δηλαδή όπου γίνεται λόγος περί “ιπποτικότητας”, ο κ. Ρίχτερ παραθέτει τις απόψεις τρίτων, πράγμα που καθίσταται σαφές στον αμερόληπτο αναγνώστη από την χρήση εισαγωγικών και από την χρήση της παθητικής φωνής. Ειδικώς στο απόσπασμα της σελ. 442, το ποιητικό αίτιο της περιγραφής προκύπτει από την αβίαστη ανάγνωση του κειμένου: πρόκειται για τους Έλληνες και τους Βρετανούς αλεξιπτωτιστές. Σε κανένα σημείο του έργου του ο κ. Ρίχτερ δεν χρησιμοποιεί τον όρο “ιππότης” για να περιγράψει τους Γερμανούς στρατιώτες, με άλλα λόγια η ίδια η λέξη “ιππότης” (γερμανιστί Ritter) απουσιάζει εντελώς από το επίδικο βιβλίο, πράγμα που δεν εμπόδισε φυσικά ορισμένους μάρτυρες κατηγορίας να διαδώσουν αυτό το ολοφάνερο ψεύδος, επιχειρώντας συνειδητά να παραπλανήσουν το Δικαστήριο.

 

Σελ. 450: “Επρόκειτο για νέους γεμάτους ενθουσιασμό, οι οποίοι γνώριζαν πως ανήκαν σε μια ελίτ. Ο ιδεαλισμός των ανδρών αυτών έτυχε της χειρότερης δυνατής μεταχείρισης. Έδωσαν το καλύτερο που μπορούσαν και ρίσκαραν την ζωή τους χωρίς να έχουν συνείδηση των κινήτρων. Έχει έρθει η ώρα να τους το αναγνωρίσουμε”.

         

Στο χωρίο αυτό ο κ. Ρίχτερ συγγράφει την κατακλείδα του επίδικου βιβλίου, απευθυνόμενος σε ένα γερμανόφωνο κοινό καταρχάς. Έχει προηγηθεί αμέσως πριν,  στην σελ. 449, η αφήγηση της μεταπολεμικής αμοιβαίας αναγνώρισης της γενναιότητας των Γερμανών αλεξιπτωτιστών από τους Νεοζηλανδούς ομολόγους τους. Παρά δηλαδή το αίμα που χύθηκε μεταξύ τους και παρά την αγριότητα των μαχών, οι παλαίμαχοι και των δύο πλευρών μπόρεσαν μεταπολεμικά να αναγνωρίσουν ο ένας την στρατιωτική αρετή του άλλου. Δεν διαφέρει κατ' ουσίαν και η παραίνεση που απευθύνει ο κ. Ρίχτερ στο κλείσιμο του βιβλίου του προς τους συμπατριώτες του, καθώς τους καλεί να συνειδητοποιήσουν ότι οι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές έπεσαν και αυτοί θύματα ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος, που εκμεταλλεύτηκε την νεανική τους φιλοπατρία, τους έκανε υποχείρια της προπαγάνδας τους και τους έστειλε μαζικά στον θάνατο. Ο πολυσυζητημένος “ιδεαλισμός” αναφέρεται προφανώς στον πατριωτισμό που χαρακτηρίζει κάθε νέο στρατιώτη, γιατί κάθε άνθρωπος αγαπά την πατρίδα του, όποια και αν είναι αυτή. Πολλώ δε μάλλον, όταν δεν είχαν “συνείδηση των κινήτρων”, αφού στην σύντομη ζωή τους δεν είχαν γνωρίσει άλλο καθεστώς από την εθνικοσοσιαλιστική δικτατορία. Σημειωτέτον ότι και στην τελευταία λέξη του επίδικου βιβλίου έχει υπεισέλθει μια μικρή μεταφραστική αστοχία. Συγκεκριμένα, ο κ. Ρίχτερ χρησιμοποιεί στο πρωτότυπο το ρήμα erkennen, το οποίο σημαίνει “γνωρίζω”, έχει γνωστικό χαρακτήρα και από το οποίο παράγεται το  ουσιαστικό Erkenntnis (= γνώση). Αντιθέτως, το “αναγνωρίζω” στα γερμανικά λέγεται “anerkennen” (εκ του οποίου παράγεται η Anerkennung = αναγνώριση). Συνεπώς, ο συγγραφέας δεν παροτρύνει τους συμπατριώτες του να αναγνωρίσουν, ενδεχομένως εν δόξη και τιμή, την θυσία των Γερμανών αλεξιπτωτιστών, αλλά να γνωρίσουν, ή καλύτερα να κατανοήσουν/να συνειδητοποιήσουν/να διακρίνουν το γεγονός ότι, όντας νέοι, “υπήρξαν θύματα μιας παιδείας που στόχευε στην υπακοή” και των οποίων ο ιδεαλισμός “έτυχε της χειρότερης δυνατής μεταχείρισης”.

Σχετικά με την διάχυτη διάθεση της αποβληθείσας πολιτικής αγωγής να επιδοθεί το Δικαστήριο σε λεπτομερή πτωματολογία, πρέπει να παρατηρηθούν τα εξής: στην ελληνική του έκδοση το επίμαχο βιβλίο “Η Μάχη της Κρήτης” εκτείνεται σε 450 σελίδες κειμένου συνολικά, εκ των οποίων το ζήτημα του ανταρτοπολέμου και των αντιποίνων αφορούν οι 24, ήτοι ποσοστό 5,3% του βιβλίου. Καθίσταται λοιπόν εμφανές ότι η ακριβής καταμέτρηση των δολοφονηθέντων Κρητικών, ενός προς ένα, κείται εκτός του διακεκηρυγμένου σκοπού του βιβλίου, το οποίο κατά ποσοστό άνω του 95% ασχολείται με άλλα ζητήματα. Ο κ. Ρίχτερ δεν συνέγραψε ιστορία των Αντιποίνων της Μάχης της Κρήτης, αλλά ιστορία της Μάχης της Κρήτης καθ' αυτήν. Ερωτήσεις συνεπώς του τύπου “γιατί δεν καταγράφει τους νεκρούς του Αλικιανού;” είναι εκτός θέματος. Ο κ. Ρίχτερ, όπως κάνει άλλωστε και ο κ. Μπήβορ στο παράλληλο σύγγραμμά του για την Μάχη της Κρήτης, αναφέρεται παραδειγματική σε μερικές περιπτώσεις αντιποίνων, δίνοντας μάλιστα ιδιαίτερη έκταση στην σφαγή στο Κοντομαρί. Όπως ακριβώς κανείς δεν διανοήθηκε να κατηγορήσει τον κ. Μπήβορ επειδή δεν αναφέρει ένα προς ένα όλους τους εκτελεσθέντες, έτσι και ο κ. Ρίχτερ δεν μπορεί να κατηγορηθεί για το ίδιο πράγμα.

Περαιτέρω, από τα έγγραφα που προσεκόμισε η υπεράσπιση απεδείχθη κατά τον πλέον ανεπίδεκτο αμφισβητήσεως τρόπο ότι πράγματι έλαβαν χώρα κάποιες υπερβάσεις εκ μέρους των αμυνομένων Κρητικών κατά την Μάχη της Κρήτης. Σχετικώς, πλην των σποραδικών αναφορών στο βιβλίο του κ. Μπήβορ, προσήχθησαν μαρτυρίες αυτοπτών, πολεμιστών του 1941 (βιβλίο Χ. Ρουσσόπουλου, σελ. 95 και 205), που έγραψαν σε χρονικό σημείο εγγύς των γεγονότων και που δεν είχαν κανένα κίνητρο ψευδολογίας ή κατασκευής μυθιστοριών. Επιπλέον, προσήχθη λογοτεχνική μαρτυρία, που αντικατοπτρίζει όμως ολοφάνερα κάποια υποκείμενη ιστορική πραγματικότητα, από τον Ζορμπά του Καζαντζάκη (σελ. 32-33), δηλαδή από συγγραφέα Κρητικό, βαθύ γνώστη των ηθών και εθίμων της Κρήτης, ο οποίος είχε άμεση και βιωματική επαφή με Κρητικούς επαναστάτες, επιπλέον δε συνέγραψε μετά την Μάχη της Κρήτης (και, άρα, ήταν ήδη γνώστης των σχετικών γερμανικών κατηγοριών, τις οποίες ασφαλώς δεν θα ήθελε να τροφοδοτήσει με μια παρόμοια αναφορά, αν η αναφορά αυτή ήταν ψευδής). Αλλά και Υμείς συμφωνήσατε ως προς το σημείο αυτό από έδρας, λέγοντας ότι “σε όλες τις κοινωνίες και σε ολες τις περιόδους υπάρχει εγκληματικότητα”. Κατά συνέπεια, και το σημείο αυτό έχει αποδειχθεί, ήτοι ότι ο κ. Ρίχτερ έγραψε την αλήθεια.

Από τα υπόλοιπα έγγραφα της δικογραφίας, θα θέλαμε να αναδείξουμε ιδιαιτέρως ακόμη δύο. Κατά πρώτον, την επιστολή προς το Δικαστήριο του διάσημου Βρετανού συγγραφέα στρατιωτικής ιστορίας κ. Ά. Μπήβορ. Υπενθυμίζουμε στο Δικαστήριό Σας ότι το έργο του κ. Μπήβορ για την Μάχη της Κρήτης αναδείχθηκε σε λυδία λίθο επιστημοσύνης και ευθυκρισίας από την αποβληθείσα πολιτική αγωγή, ενώ πολλές σχετικές ερωτήσεις έγιναν και από την Έδρα. Στην επιστολή του, λοιπόν, ο κ. Μπήβορ δηλώνει καθαρά και χωρίς καμία περιστροφή ότι το έργο του συναδέλφου του κ. Ρίχτερ είναι αναμφίβολα επιστημονικό και ως τέτοιο πρέπει να κριθεί. Αναφέρει, μάλιστα, προς επίρρωση των λεγομένων του την θέση του κ. Ρίχτερ σχετικά με την Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα, γεγονός που αποδεικνύει ότι ο κ. Μπήβορ έχει μελετήσει προσεκτικά το βιβλίο και δεν παρενέβη σε ένδειξη συναδελφικής αλληλεγγύης και μόνο. Απεφάνθη, λοιπόν, η ίδια η αυθεντία την οποία επικαλέστηκε adnauseam η υπεράσπιση και απεφάνθη αναφανδόν υπέρ του κατηγορουμένου. Λέει, όμως, και άλλα σημαντικά ο κ. Μπήβορ. Παραλληλίζει την δίωξη κατά του κ. Ρίχτερ με τυχόν δίωξη που μπορεί να ασκηθεί εναντίον του από την Ρωσία του Βλ. Πούτιν λόγω των όσων γράφει για την συμπεριφορά των σοβιετικών στρατευμάτων. Δεν περιποιεί τιμή αυτή η σύγκριση στον νομικό μας πολιτισμό, κ. Πρόεδρε. Ούτε, φυσικά, πρέπει να διαψευσθούν οι ελπίδες του κ. Μπήβορ ότι η Ελλάδα διαφέρει από την  Ρωσία του Βλ. Πούτιν και δεν θα επιτρέψει την φίμωση επιστημόνων.

Και κατά δεύτερον, την προσκομισθείσα γνωμοδότηση του  Καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου κ. Σ. Τσακυράκη. Ο κ. Τσακυράκης αποτελεί σήμερα ίσως τον κατεξοχήν ειδικό σε θέματα ελευθερίας της έκφρασης στην χώρα μας, έχοντας συγγράψει σχετικά δύο κλασσικά έργα, την “Ελευθερία του Λόγου στις ΗΠΑ” και το “Θρησκεία κατά Τέχνης”, έχει δε επίσης χειριστεί ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου του Στρασβούργου υποθέσεις με ανάλογο περιεχόμενο. Από την πολυσέλιδη γνωμοδότησή του, υποδειγματική στο ύφος και στην μέθοδο, περιοριζόμαστε να αναπαραγάγουμε εδώ το συμπέρασμα της παρ. 20:

 

“Συμπερασματικά, σε περίπτωση που το άρ. 2 Ν. 927/1979 εφαρμοστεί στο πεδίο της ιστορικής έρευνας, παραβιάζεται το άρ. 16 παρ. 1 του Συντάγματος, το οποίο κατοχυρώνει με τρόπο ανεπιφύλακτο την ελευθερία της έρευνας και της επιστήμης.Η ελευθερία αυτή συνεπάγεται την ανεμπόδιστη διακίνηση όλων των ιστορικών απόψεων, ανεξαρτήτως του περιεχομένου και της ορθότητάς τους. Δεν νοείται ελεύθερη επιστήμη και έρευνα, αν αυτές προσληφθούν ως αποκαθαρμένες από τις λανθασμένες ιστορικές εκδοχές. Τούτο δεν σημαίνει ότι όλες οι επιστημονικές απόψεις περιέχουν την ίδια αλήθεια. Σημαίνει, όμως, ότι όλες τους έχουν θέση στον επιστημονικό διάλογο και ότι όλες τους προστατεύονται εξίσου από το άρ. 16 παρ. 1 Σ. Κατά το Σύνταγμά μας, η μόνη ορθή και επιτρεπτή απάντηση στον ατεκμηρίωτο ιστορικό λόγο είναι ο επιστημονικός αντίλογος”.

 

Δ. Κατακλείδα.

          Αξιότιμε κ. Πρόεδρε,

Στους ώμους Σας, και μόνο σε αυτούς, έχει εναποτεθεί το βαρύ φορτίο της απόφασης στην πρώτη υπόθεση παραβίασης του άρ. 2 Ν. 927/1979 που έφτασε στα ακροατήριά μας. Η ευθύνη Σας είναι μεγάλη. Ο νομικός κόσμος της χώρας, δικαστικοί και δικηγόροι, αναμένει την απόφασή Σας, μια απόφαση, που, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, θα Σας ακολουθεί καθ' όλο το επαγγελματικό Σας στάδιο.

Δεν ζητούμε απλώς την αθώωση του κατηγορουμένου. Ζητούμε από το Δικαστήριό Σας να εκπέμψει ένα καθαρό και διαυγές μήνυμα υπέρ της ελευθερίας της έκφρασης και της ακαδημαϊκής ελευθερίας ειδικότερα. Δεν αρμόζουν εδώ τα «ναι, μεν αλλά», δεν έχουν θέση αθωώσεις «λόγω αμφιβολιών» ή «ελλείψει δόλου», δεν νοείται αθώωση λόγω δήθεν συνδρομής κάποιου λόγου άρσεως του αδίκου, δεν υπάρχει περιθώριο ικανοποίησης και των μεν και των δε.

Το Δικαστήριο καλείται να τοποθετηθεί εφ’ ενός ζητήματος όχι μόνο νομικού, αλλά βαθύτατα πολιτικού: τι είδους δημοκρατία θα έχουμε, σε τι είδους κοινωνία θα ζούμε, ποιο μέλλον οραματιζόμαστε για τα παιδιά μας. Όπως έγραψε ο μεγάλος φιλόσοφος του δικαίου Ronald Dworkin, ο σεβασμός στην ελευθερία της έκφρασης είναι προϋπόθεση της νομιμοποίησης μιας δημοκρατικής πολιτείας. Χωρίς εξαιρέσεις, χωρίς κρατικές αλήθειες, χωρίς αυτολογοκρισία, χωρίς δίωξη των αντιφρονούντων, χωρίς υποσημειώσεις. Αυτή την νομιμοποίηση καλείσε να εδραιώσετε σήμερα. Μην αποφύγετε την περίσταση, αλλά εκμεταλλευτείτε την με ευγνωμοσύνη.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΑΙΤΟΥΜΕΘΑ

Την αθώωση του κατηγορουμένου.

Ρέθυμνο, 27 Ιανουαρίου 2016

Οι συνήγοροι υπερασπίσεως

The Books' Journal

Το Books' Journal είναι μια απολύτως ανεξάρτητη επιθεώρηση με κείμενα παρεμβάσεων, αναλύσεις, κριτικές και ιστορίες, γραμμένα από τους κατά τεκμήριον ειδικούς. Πανεπιστημιακούς, δημοσιογράφους, συγγραφείς και επιστήμονες με αρμοδιότητα το θέμα με το οποίο καταπιάνονται.

2 σχόλια

Εξαιρετικής νομικής αρτιότητας αγόρευση!

Α.Ν.
Α.Ν.
31 Ιαν 2016, 03:01

Θαυμάσια αγόρευση!

Το λατινικό "in elege" (τρις) θα πρέπει να γίνει "sine lege". Επίσης τα "aspergesme" και "adnauseam" πρέπει να χωριστούν στις δύο λέξεις που τ' αποτελούν: asperges me αντιστοίχως ad nauseam.

ein Steppenwolf
ein Steppenwolf
29 Ιαν 2016, 04:01

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.