1.
[Το παιχνίδι της μεταμφίεσης]
Σεπτέμβρης τον 1759. Ο Ροβινσώνας ξυπνάει ναυαγός ο' ένα άγριο ερημικό νησί του Ατλαντικού ωκεανού. Δίνει σκληρή μάχη με τον εαυτό του για να προσαρμοστεί στην καινούργια του ζωή κοντά στην παρθένα φύση, μακριά από τον πολιτισμό. Στον αγώνα του αυτόν θα τον βοηθήσει ο Παρασκευάς, ένας Ινδιάνος που ο Ροβινσώνας σώζει από το θάνατο. Αυτός θα μυήσει σιγά σιγά το Ροβινσώνα στη φυσική ζωή και στην αναγνώριση της αξίας των απλών πραγμάτων.
[…] Δεν πέρασε πολύς καιρός και ο Παρασκευάς επινόησε άλλο παιχνίδι, ακόμα πιο ενδιαφέρον και περίεργο από τα δύο αντίγραφα.
Εν' απόγευμα ξύπνησε κάπως απότομα το Ροβινσώνα που έπαιρνε το μεσημεριάτικο υπνάκο του κάτω από έναν ευκάλυπτο. Είχε σκαρώσει ένα μασκάρεμα, που ο Ροβινσώνας δεν κατάλαβε αμέσως το νόημά του. Είχε χώσει τα πόδια του μέσα σε κομμάτια από παλιά ρούχα δεμένα σαν να 'ταν παντελόνι. Ένα κοντό γιλέκο σκέπαζε τους ώμους του. Φορούσε ψάθινο καπέλο, μα σαν να μη του 'φτανε αυτό, κρατούσε και ομπρέλα από φοινικόφυλλα. Και, το σπουδαιότερο, είχε ψεύτικη γενειάδα από κομμάτια μπαμπάκι κολλημένα στα μάγουλά του.
— Ξέρεις ποιος είμαι; Ρώτησε το Ροβινσώνα σεργιανώντας μπροστά του όλο μεγαλοπρέπεια.
— Όχι.
— Είμαι ο Ροβινσώνας Κρούσος, από την πόλη Γιορκ της Αγγλίας, ο αφέντης του άγριου Παρασκευά!
— Τότε εγώ ποιος είμαι; Ρώτησε ο Ροβινσώνας εμβρόντητος.
— Μάντεψε!
Ο Ροβινσώνας τον ήξερε απέξω κι ανακατωτά τον Παρασκευά και καταλάβαινε τον παραμικρό υπαινιγμό του. Σηκώθηκε και χάθηκε μέσα στο δάσος.
Αφού ο Παρασκευάς ήταν Ροβινσώνας, ο παλιός Ροβινσώνας, αφέντης του σκλάβου Παρασκευά, στο Ροβινσώνα δεν έμενε παρά να γίνει Παρασκευάς, ο παλιός σκλάβος Παρασκευάς. Πραγματικά, δεν είχε πια την τετράγωνη γενειάδα και τα κουρεμένα μαλλιά που είχε πριν από την έκρηξη, και έμοιαζε τόσο πολύ με τον Παρασκευά, που δε χρειαζόταν μεγάλη προσπάθεια για να παίξει το ρόλο του. Έτριψε μόνο το πρόσωπο και το σώμα του με καρυδόζουμο, για να σκουρύνει, κι έδεσε πίσω από τα γοφό του την πέτσινη μπροστέλα των Αραουκανών, που φορούσε ο Παρασκευάς, όταν ξεμπάρκαρε στο νησί. Έπειτα παρουσιάστηκε στον Παρασκευά και του είπε:
— Ορίστε, είμαι ο Παρασκευάς!
Αμέσως ο Παρασκευάς βάλθηκε να φτιάξει μεγάλες φράσεις στα καλύτερά του αγγλικά και ο Ροβινσώνας του απαντούσε με λίγες λέξεις στα αραουκανικά που είχε μάθει τον καιρό που ο Παρασκευάς δεν καταλάβαινε γρι από εγγλέζικα.
— Σ' έσωσα από τους ομοφύλους σου*, που ήθελαν να σε θυσιάσουν στα κακοποιό πνεύματα, είπε ο Παρασκευάς.
Και ο Ροβινσώνας γονάτισε στη γη, έσκυψε το κεφάλι ως το χώμα μουρμουρίζοντας φοβισμένα ευχαριστώ. Τέλος, πιάνοντας το πόδι του Παρασκευά, το 'βαλε πάνω στο σβέρκο του.
Το έπαιξαν πολλές φορές αυτό το παιχνίδι. Εκείνος που το άρχιζε ήταν πάντα ο Παρασκευάς. Μόλις παρουσιαζόταν με την ομπρέλα και τα ψεύτικα γένια του, ο Ροβινσώνας καταλάβαινε ότι απέναντι του βρισκόταν ο Ροβινσώνας και λοιπόν ελόγου του έπρεπε να παίξει το ρόλο του Παρασκευά. Άλλωστε, ποτέ δεν έπαιζαν σκηνές φανταστικές, παράσταιναν μόνο επεισόδια της παλιάς ζωής τους, τότε που ο Παρασκευάς ήταν φοβισμένος σκλάβος και ο Ροβινσώνας αυστηρό αφεντικό. Έπαιζαν την ιστορία των μασκαρεμένων κάκτων, την άλλη με την καταστροφή του ορυζώνα ή το κρυφό κάπνισμα της πίπας κοντά στην μπαρουταποθήκη. Καμιά σκηνή όμως δεν άρεσε τόσο πολύ στον Παρασκευά, όσο αυτή της αρχής, όταν τον κυνηγούσαν οι Αραουκανοί, που ήθελαν να τον θυσιάσουν, και τον έσωζε ο Ροβινσόνας.
Αυτός είχε καταλάβει πως το παιχνίδι έκανε καλό στον Παρασκευά, γιατί τον αλάφρωνε από τη δυσάρεστη ανάμνηση της σκλαβιάς του. Μα και στον ίδιο το Ροβινσώνα έκανε καλό το παιχνίδι, γιατί είχε ακόμα μερικές τύψεις, που ήταν άλλοτε σκληρός αφέντης του Παρασκευά.
Απόσπασμα από τη διασκευή για παιδιά του έργου του Τουρνιέ, Παρασκευάς (ή η άγρια ζωή), που σε μετάφραση Δημήτρη Ραυτόπουλου κυκλοφόρησε το 2003 από τον Πατάκη. Το μυθιστόρημα, Παρασκευάς ή στις μονές του Ειρηνικού είχε κυκλοφορήσει σε μετάφραση Χρήστου Λάζου από τον Εξάντα, το 1986.
2.
Σκιά
Σκιά. Το μονοπάτι της ζωής πηγαίνει από την ανατολή προς τη δύση. Το παιδί προχωράει έχοντας πίσω του τον ήλιο που ανατέλλει. Παρά το μικρό του ανάστημα, μια τεράστια σκιά πηγαίνει μπροστά του. Είναι το μέλλον του, σπήλαιο χαίνον και συμπιεσμένο, όλο υποσχέσεις κι απειλές, προς το οποίο κατευθύνεται, υπακούοντας σ' αυτό ακριβώς που αποκαλούμε "επιθυμίες" του.
Το μεσημέρι, καθώς ο ήλιος βρίσκεται στο ζενίθ, η σκιά έχει απορροφηθεί τελείως κάτω απ' τα πόδια του ενήλικα. Ο άνθρωπος που η ανάπτυξή του έχει ολοκληρωθεί, απορροφάται στα επείγοντα της στιγμής. Το μέλλον του δεν τον ελκύει ούτε τον ανησυχεί. Το παρελθόν δεν βαραίνει ακόμα το βήμα του. Αγνοεί τη νοσταλγία των πεθαμένων χρόνων, καθώς και τον φόβο τής αύριον. Έχει εμπιστοσύνη στο παρόν, στο σύγχρονό του, στο φίλο του, στον αδελφό του.
Αλλά καθώς ο ήλιος γέρνει προς τη δύση, η σκιά του ώριμου ανθρώπου γεννιέται και μεγαλώνει πίσω του. Σέρνει στο εξής στα πόδια του ένα όλο κα μεγαλύτερο βάρος αναμνήσεων, καθώς η σκιά όλων αυτών που αγάπησε κι έχασε προστίθεται στη δική του. Εξάλλου, βαδίζει όλο και πιο αργά, κι όσο το παρελθόν του, μεγαλώνει γίνεται όλο και πιο λεπτός. Κάποια μέρα η σκιά βαραίνει τόσο που ο άνθρωπος πρέπει να σταματήσει. Τότε εξαφανίζεται. Γίνεται όλος μια σκιά που παραδίνεται χωρίς έλεος στους ζωντανούς.
Πεζό, σε απόδοση του Θανάση Χατζόπουλου. Δημοσιεύθηκε στο Πλανόδιον, τχ. 5.
Ποιος ήταν ο Μισέλ Τουρνιέ (1924-2016)
Σπούδασε φιλοσοφία. Στο έργο του συνθέτει φιλοσοφικά, μυθικά και κοινωνικά στοιχεία. Στο βιβλίο του Ο Παρασκευάς ή στις μονές του Ειρηνικού (Ο Παρασκευάς ή η πρωτόγονη ζωή είναι η διασκευή για παιδιά) έχει επηρεαστεί από τον Ροβινσώνα Κρούσο του Ντάνιελ ντε Φόε. Άλλα έργα του είναι: Επτά παραμύθια, Τα Μετέωρα, Γκασπάρ, Μελχιόρ και Βαλτάσαρ, Η χρυσή σταγόνα, Ο τσαλαπετεινός, Ο βασιλιάς των Σκληθρών, Ζιλί και Ιωάννα κ.ά. Ο Μ. Τουρνιέ είχε ασχοληθεί και με τη φωτογραφία.