Τον Νοέμβριο του 2007, ο Ουμούνα αναγνωρίστηκε ως ένας από τους δέκα νέους, ταλαντούχους μαύρους βρετανούς πολίτες της πολιτικής σκηνής. από τον Σάιμον Γούουλι του Independent, ο οποίος προέβλεψε ότι ο συγκεκριμένος πολιτικός «μπορεί να γίνει ο Ομπάμα του Ηνωμένου Βασιλείου». Την αλματώδη άνοδο του Ουμούνα πιστώνεται ο απερχόμενος ηγέτης των Εργατικών, Εντ Μίλιμπαντ, ο οποίος εκτίμησε την υποστήριξη που του έδωσε στην εσωκομματική μάχη έναντι του αδελφού του Νταίηβιντ, μάλιστα στη συνέχεια του ανέθεσε το ρόλο του σκιώδη υπουργού Βιομηχανίας. Ο Ουμούνα είχε καταφέρει κάτι μοναδικό ώς τώρα: να είναι αρεστός από όλες τις τάσεις των Εργατικών. Ο ίδιος διακηρύσσει δημοσίως τον θαυμασμό του για τους ηγέτες διαφόρων πολιτικών τάσεων – τον Nιλ Κίνοκ, πρώην ηγέτη των Εργατικών Κόμματος από το 1983 μέχρι το 1992, τον Ρόμπιν Κουκ, υπουργό Εξωτερικών το διάστημα 1997-2001, τον Τόνυ Μπλαιρ, πρωθυπουργό το διάστημα 1997- 2007, και το δεξί χέρι του Μπλαιρ, Πήτερ Μάντελσον.
Πολλά γράφονται για τις πολιτικές τοποθετήσεις και την ιδεολογία του Ουμούνα. Αρκετοί αναλυτές αναφέρονται στην περίοδο που ασκούσε το επάγγελμα του δικηγόρου στην περιοχή του Σίτι, άλλοι ισχυρίζονται ότι είναι αρκετά αριστερός για τους Εργατικούς. Όπως και στην περίπτωση του Ομπάμα πριν διεκδικήσει το χρίσμα των Δημοκρατικών για το 2008, το προσωπικό του χάρισμα όμως φαίνεται να υπερνικά την όποια έλλειψη ξεκάθαρης ιδεολογικής πλατφόρμας.
Πολλά λέγονται για την ξαφνική του αποχώρηση από τη διεκδίκηση του χρίσματος. Αρκετοί αναλυτές λένει «ότι δεν μπορούμε να βάζουμε παιδιά να κάνουν την δουλειά ανδρών», σχολιάζοντας έτσι κάπως σκωπτικά το «πείραμα Ρέντσι στην Ιταλία, το ελληνικό πείραμα Τσίπρα και συσχετίζοντας τα δύο αυτά πειράματα με την ανακοίνωση του Ουμούνα περί «πίεσης». Στον Eντ Μίλιμπαντ, κατ’ αναλογίαν, ασκούνταν κριτική για το αίσθημα φοιτητικού συλλόγου στον τρόπο που διοικούσε το κόμμα των Εργατικών. Στον Ουμούνα χρεώνεται η βιασύνη του να ανακοινώσει την υποψηφιότητά του για την αρχηγία, κάτι που δεν είδε με καλό μάτι μεγάλη μερίδα στελεχών και βουλευτών των Εργατικών, αλλά και η οξεία κριτική του στον άνθρωπο που τον ανέδειξε, τον Εντ Μίλιμπαντ.
Αυτό που ίσως πρέπει να μας διδάξει η βρετανική εμπειρία είναι ότι οι Νιγηριανοί της Βρετανίας, που για πολλά χρόνια ένιωθαν αποξενωμένοι από την πολιτική σκηνή της χώρας, έχουν πια τέσσερις βουλευτές. Οι Βρετανοί φαίνεται δεν επηρεάζονται από στερεότυπα. Ούτε από φήμες ότι ο πατέρας Ουμούνα παρουσιαζόταν ως ο κακός της ιστορίας, καθ’ ότι φερόταν ως αναμεμειγμένος σε ιστορίες διαφθοράς στην Νιγηρία, με αποτέλεσμα να τον μεγαλώσει μόνη της η μάνα του. Αυτό ίσως δεν είναι απολύτως ψέμα, όμως η βρετανική κοινωνία δεν απορρίπτει συλλήβδην οιονδήποτε επιθυμεί να πολιτευτεί, έχοντας βέβαια κάποιον εγγενή συντηρητισμό. Και βεβαίως, δεν υπάρχει η υποκρισία της ελληνικής κοινωνίας, όπου ενώ κατηγορούμε μονίμως τον νεποτισμό και την κομματοκρατία, συνεχίζουμε να αναπαραγάγουμε τον ίδιο φαύλο κύκλο, χωρίς πρόθεση και διάθεση υπέρβασης.
Τέλος, για τη Βρετανία, μια ενδεχόμενη εκλογή του Ουμούνα στο μέλλον, είτε στο τιμόνι των Εργατικών είτε στη δημαρχία του Λονδίνου, θα είναι απόδειξη ότι η Βρετανία έχει αφήσει οριστικά πίσω της την εποχή των φυλετικών προκαταλήψεων και έχει εισέλθει σε ένα μεταφυλετικό μοντέλο, στη βάση του οποίου υπάρχει η ανοχή στους μετανάστες Ασφαλώς, το να κάνουμε μια αντιστοίχηση στη χώρα μας θα ήταν θλιβερή, όχι μόνο διότι μόλις τώρα φαίνεται να επιλύεται νομοθετικά το θέμα της ιθαγένειας παιδιών μεταναστών, αλλά κυρίως επειδή η εκπαίδευση που παρέχεται στα παιδιά και τους εφήβους στηρίζεται σε απαρχαιωμένες δομές και αυτό έχει άμεση σύνδεση με την προσπάθεια ενός νέου ανθρώπου να αποκτήσει μόρφωση, όραμα και διάθεση να ασχοληθεί με την πολιτική – όχι ως συνδικαλιστής, που ξεκίνησε τη θητεία του ως αφισοκολλητής στις σχολές, αλλά ως πραγματικός statesman. Οι πρόσφατες εξελίξεις στο εκπαιδευτικό μας σύστημα, και στο πολιτικό προσκήνιο, μαρτυρούν του λόγου το αληθές.