Σύνδεση συνδρομητών

Ώρα μηδέν

Τετάρτη, 15 Φεβρουαρίου 2017 12:37
Τσακαλώτος - Βαρουφάκης. Θα αποδειχθεί και ο δεύτερος μοιραίο πρόσωπο, όπως ο πρώτος;
Φωτογραφία Αρχείου
Τσακαλώτος - Βαρουφάκης. Θα αποδειχθεί και ο δεύτερος μοιραίο πρόσωπο, όπως ο πρώτος;

Το editorial του Books' Journal, τεύχος 74, που κυκλοφορεί.

Η κυβέρνηση των αριστερών ριζοσπαστών και μισαλλόδοξων ακροδεξιών του Αλέξη Τσίπρα και του Πάνου Καμμένου έχει επιτύχει ένα αξεπέραστο ρεκόρ στον κρίσιμο τομέα της διαχείρισης της κρίσης. Έχει κατορθώσει, καταρρίπτοντας ακόμη και τη λογική της τυχαιότητας, να έχει λανθασμένες εκτιμήσεις και να κάνει καταστροφικές επιλογές σε κάθε φάση των διαπραγματεύσεων. Το μόνο που κάνει είναι η επικοινωνιακή διαχείριση στο εσωτερικό της χώρας των αποτελεσμάτων που είχαν οι επιλογές της. Το τελευταίο φιάσκο ήταν το Eurogroup της 26ης Ιανουαρίου. Χωρίς κανένα σύμμαχο –κάπως μόνον οι Γάλλοι, με τον Ολάντ σε ρόλο κουτσής πάπιας–, έχοντας επενδύσει σε εκμετάλλευση αντιθέσεων στους κόλπους των δανειστών, η κυβέρνηση βρέθηκε σε θέση σχεδόν τόσο δεινή όσο στις αρχές Ιουλίου 2015. Το Eurogroupέληξε με τελεσίγραφο: ή παίρνετε όλα τα μέτρα μέχρι 20 Φεβρουαρίου ή τα ξαναλέμε τον Ιούνιο. Εάν δεν κλείσει η δεύτερη αξιολόγηση ώς τις 20/2, το Grexit είναι ένα ιδιαίτερα πιθανό σενάριο, ίσως και τον Ιούλιο. Η ελληνική πλευρά διαμαρτύρεται για τα «παράλογα» πρόσθετα μέτρα πέραν του 2018, κατ’ απαίτησιν του ΔΝΤ (και του Σόιμπλε), παρά το ότι είναι σαφές πια πως απέναντί της έχει την ομογνωμία όλων. Με το επικοινωνιακό μπαράζ της κυβέρνησης αναρωτιέται κανείς γιατί γίνονται αυτά, γιατί οι παράλογες απαιτήσεις, γιατί ο τοίχος απέναντι; Γιατί, ενώ η Ελλάδα είναι συνεπής στις δεσμεύσεις και τις υποχρεώσεις της, έχει αυτή την αντιμετώπιση;

Το κλειδί είναι η συνέπεια στις δεσμεύσεις και τις υποχρεώσεις αυτές. Τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα και τη διατήρησή τους για «εύλογο» χρονικό διάστημα μετά την ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος στήριξης υπέγραψε ο ίδιος ο κ. Τσίπρας το πρωί της 13ης Ιουλίου 2015, μετά την 17ωρη διαπραγμάτευση, τα ψήφισε η Βουλή τον Αύγουστο 2015 και τα επαναβεβαίωσε η ελληνική κυβέρνηση στα Eurogroupτης 25ης Μαΐου και της 5ης Δεκεμβρίου 2016. Τη συμμετοχή του ΔΝΤ ζήτησε η ίδια η κυβέρνηση, με επιστολή του υπουργού Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτου, τον Αύγουστο 2015. Αυτό που αρνείται να ενσωματώσει στην  προβληματική της η κυβέρνηση είναι ότι με τα μνημόνια και τα προγράμματα στήριξης δεν επιχειρείται να λυθεί το πρόβλημα των εκάστοτε κυβερνώντων να έχουν λεφτά να διαχειρίζονται όσο κάθονται στην καρέκλα. Τα προγράμματα στήριξης στόχο έχουν να βοηθήσουν τη χώρα να βγει στις αγορές χρέους αυτοδύναμα και με συνέπεια. Ακόμη και οι μεταρρυθμίσεις για τις οποίες πιέζουν οι δανειστές δεν είναι απότοκα του σαδισμού ή του προτεσταντισμού τους. Είναι τα απαραίτητα ελάχιστα για να μπορέσει η χώρα να πείσει τις «αγορές» για τη συνέπεια, τη φερεγγυότητα και το αξιόχρεό της.

Το τρέχον μνημόνιο προέβλεπε την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης τον Οκτώβριο 2015 και της δεύτερης, τον Φεβρουάριο 2016 (πέρυσι τέτοιον καιρό). Αμέσως μετά, η Ελλάδα θα εντασσόταν στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και θα έβγαινε δοκιμαστικά στις αγορές. Εάν ακολουθούνταν το πρόγραμμα, σήμερα θα απολαμβάναμε ως χώρα χαμηλότερα επιτόκια δανεισμού (όχι αρκούντως χαμηλά ενδεχομένως), οι μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις θα μπορούσαν να δανεισθούν με υποφερτά επιτόκια, μια κάποια κίνηση στην οικονομία θα ήταν εμφανής. Θα είχαμε και ένα χρόνο μπροστά μας να διαχειριστούμε τα της εξόδου στις αγορές, ώστε, με την ολοκλήρωση του μνημονίου, να μπορούμε να δανειστούμε αυτόνομα ή με μικρό σπρώξιμο από τους εταίρους. Αντ’ αυτού, βρισκόμαστε σε πολύ δυσάρεστη κατάσταση: είναι πρακτικώς βέβαιο πως δεν θα καταφέρουμε να βγούμε στις αγορές μέχρι την άνοιξη του 2018, ακόμη και αν η χώρα εντασσόταν σήμερα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Οπότε, είτε θα έχουμε τέταρτο μνημόνιο του χρόνου ή θα χρεοκοπήσουμε. Αυτό ακριβώς επιχειρούν να περισώσουν οι «σκληροί» Τόμσεν και Σόιμπλε με τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα και τα εκ των προτέρων ψηφισμένα μέτρα. Αφ’ ενός να μπορεί η Ελλάδα να δείξει συνετή και συνεπή διαχείριση ώστε να έχει πιθανότητα άντλησης χρημάτων από τις αγορές, αφ’ ετέρου οι κυβερνήσεις της Ευρωζώνης να μπορούν να πείσουν τα Κοινοβούλιά τους για το τέταρτο πρόγραμμα στήριξης. Η έκθεση του ΔΝΤ που διέρρευσε προ ημερών (επρόκειτο να συζητηθεί στο Γενικό Συμβούλιο στις 6 Φεβρουαρίου) μιλάει ήδη για κάποιο πρόγραμμα με άλλα χαρακτηριστικά – από τώρα. Πριν από ενάμιση μήνα ο γερμανός υφυπουργός Οικονομικών ενημέρωνε το Κοινοβούλιο πως εάν η Ελλάδα κληθεί να «αποδίδει» πρωτογενή πλεονάσματα μόνο 1,5% θα χρειασθεί πρόσθετο πρόγραμμα βοήθειας 100 δισ. ευρώ.

Δυστυχώς, οι αξιολογήσεις δεν είναι εξετάσεις του γυμνασίου που αν μείνεις μετεξεταστέος δεν χάθηκε ο κόσμος, το φροντίζεις αργότερα. Έχουν συγκεκριμένες απαιτήσεις. Το πιο κρίσιμο ζήτημα είναι τα κόκκινα δάνεια των τραπεζών. Έπρεπε να είχε προσδιορισθεί η λύση από τον Οκτώβριο 2015 – το απαραίτητο θεσμικό πλαίσιο θα είναι έτοιμο κάποια στιγμή το καλοκαίρι του 2017! Έχουν περάσει, επίσης, σχεδόν δυο χρόνια χωρίς τράπεζες, χωρίς ορατές προοπτικές για την οικονομία. Το Διοικητικό Συμβούλιο του Υπερταμείου έπρεπε να είχε εγκατασταθεί από το Δεκέμβριο 2015 – ορίσθηκε πριν μερικές ημέρες. Τα διοικητικά συμβούλια των τραπεζών έπρεπε να είχαν αλλάξει εδώ και ένα χρόνο. Οι ιδιωτικοποιήσεις πέτυχαν μόλις το 20% του στόχου το 2016. Μπορεί τελικά η κυβέρνηση να καταλήγει να περάσει κάποιο νόμο με επαχθή μέτρα, με μερικών μηνών καθυστέρηση, αλλά στα ζητήματα που θα επιτρέψουν στην οικονομία να «τρέξει» κάνει τα πάντα για να μη γίνεται τίποτε. Όπως μαθαίνουμε από τη διαρρεύσασα έκθεση του ΔΝΤ, οι επιλογές υψηλής φορολογίας, εισφορών και ένα σωρό άλλα μέτρα είναι όλες της κυβέρνησης, αντίθετα με τις συστάσεις των εταίρων, και χαρακτηρίζονται αντιαναπτυξιακές.

Η εικόνα πλέον διαγράφεται καθαρή. Το μήνυμα του Eurogroup, όσο εφιαλτικό και εάν ακούγεται, είναι απλό: η Ελλάδα δείχνει πως δεν μπορεί ή δεν θέλει να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της δικής της σωτηρίας. Έχει μερικές εβδομάδες καιρό να αποφασίσει. Όποιος έχει ακόμη αυταπάτες, ας θυμηθεί τον ταλαίπωρο Γιάννη Δραγασάκη όταν δήλωνε: «νομίζαμε πως θα τους απειλούσαμε με το Grexit, αλλά με κατάπληξή μας προσφέρθηκαν να βοηθήσουν». Το μείζονος σημασίας ζήτημα είναι κατά πόσον μπορεί η σημερινή κυβέρνηση να αντεπεξέλθει. Οι ενδείξεις είναι ότι ετοιμάζεται για έναν ακόμη γύρο αγωνιστικών διαπραγματεύσεων – αυτή τη φορά δεν έχει κανείς την παραμικρή αμφιβολία πως είναι ήδη και θα παραμείνει με την πλάτη στον τοίχο, χωρίς κανένα διαπραγματευτικό ατού και χωρίς συμμάχους. Για να γυρίσουμε εκεί από όπου ξεκινήσαμε, τις «επιτυχίες» στις εκτιμήσεις και στις επιλογές, ενώ η στρατηγική της κυβέρνησης βασιζόταν στα ευρωπαϊκά προβλήματα με τον εκλογικό κύκλο (Ολλανδία, Γαλλία, Γερμανία – ίσως Ιταλία) και το βόλεμα της Ελλάδας για εκλογική ηρεμία, προκύπτει πως το ελληνικό πρόβλημα είναι πια τόσο περιφερειακό που το κόστος της ενασχόλησης των εταίρων είναι υψηλότερο από τις επιπτώσεις της αδιαφορίας.

Η κυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου φαίνεται να μην είναι σε θέση να διαχειριστεί την κατάσταση και η σημερινή Βουλή δεν φαίνεται να μπορεί να δώσει άλλη κυβερνητική λύση. Οι εκλογές διαγράφονται ως σοβαρό ενδεχόμενο. Ας μιλήσουν άμεσα τα κόμματα και οι φορείς της ευρωπαϊστικής αντιπολίτευσης – επί της ουσίας και του επείγοντος. Ίσως διαφανεί προοπτική άρσης του αδιεξόδου.

The Books' Journal

Το Books' Journal είναι μια απολύτως ανεξάρτητη επιθεώρηση με κείμενα παρεμβάσεων, αναλύσεις, κριτικές και ιστορίες, γραμμένα από τους κατά τεκμήριον ειδικούς. Πανεπιστημιακούς, δημοσιογράφους, συγγραφείς και επιστήμονες με αρμοδιότητα το θέμα με το οποίο καταπιάνονται.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.